|
Ουσιαστικά Α-Β
| -Α- |
|
| αβανιά,
η |
η
συκοφαντία |
| αβερτοσύνη,
η |
άμετρη
ελευθερία |
| αγ(κ)λέουρας,
ο |
είδος
βοτάνου φαρμακευτικού και δηλητηριώδης |
| άγαρμπος,
ο |
ο
χωρίς τακτ, ο χοντροκομμένος στους τρόπους άνθρωπος |
| αγγεία,
τα |
οι
όρχεις |
| αγιάζι,
το |
η
νυχτερινή διαπεραστική ψύχρα και υγρασία |
| αγκωνή,
η |
μικρό
κομμάτι ψωμί από άκρη καρβελιού |
| αγνάντια |
απέναντι
έχοντας οπτική επαφή |
| αγουροξυπνημένος,
ο |
ξύπνησε
χωρίς να χορτάσει τον ύπνο |
| αγριάδα,
η |
είδος
αγριόχορτου, κατάσταση θυμού και οργής |
| άδουλος,
η, ο |
Τόπος
αδούλευτος, χέρσος. Ο ακαμάτης, ο οκνηρός άνθρωπος |
| αδράχτι,
το |
εξάρτημα
της ρόκας, όπου μαζεύεται το γνέμα |
| αερικό,
το |
δαιμονικό,
νεράιδα, φαντιάσματα |
| ακαμάτης,
ο |
ο
τεμπέλης, ο οκνηρός |
| ακόνι,
το |
ειδική
πέτρα που ακονίζουν κοφτερά εργαλεία |
| αλάργα |
μακριά |
| αλισίβα,
η |
απόσταγμα
στάχτης χρήσιμο για πλύσιμο, θελόσταχτη |
| αλισιβερίσι,
το |
δοσοληψία |
| αλλαξιά,
η |
φορεσιά,
στολή, ανταλλαγή, τράμπα |
| αλογοσούρτης,
ο |
αλογοκλέφτης |
| αλογοχόρτι,
το |
είδος
αγριοχόρταρου |
| αλουποπορδή,
η |
είδος
μανιταροειδούς φυτού που αναδύει άσχημη οσμή |
| αλωνάρης,
ο |
ο
Ιούλιος μήνας |
| αμμούσα,
η |
το
αμμώδες έδαφος |
| άμπακος,
ο |
γεμάτο
πιάτο, πολύ φαΐ, έφαγε τον άμπακο |
| αναβροχιά,
η |
ανομβρία |
| αναγκαίος,
ο |
ο
πισινός |
| αναγούλα,
η |
τάση
για εμετό, αποστροφή |
| ανακαχίλα,
η |
κάψιμο
στο στομάχι, καούρα |
| ανάμμα,
το |
το
κόκκινο κρασί, το κρασί της θείας κοινωνίας |
| αντάρα,
η |
θόρυβος,
καταχνιά |
| αντί,
το |
εξάρτημα
του αργαλειού όπου τυλίγεται το νήμα |
| ανυφάτρα,
η |
η
υφάντρα |
| αξάι,
το |
τα
αλεστικά του μυλωνά σε είδος |
| απάγκιο,
το |
το
απάνεμο |
| απόβροχα |
μετά
τη βροχή |
| αποκούμπι,
το |
το
αποκηρυγμένο, αποκληρωμένο παιδί |
| απόπατος,
ο |
το
αποχωρητήριο |
| απόσκιο,
το |
ανήλιος
τόπος |
| αποστασίλα,
η |
κούραση |
| άρα-μάρα,
η |
ελευθεροστομία,
αχαλίνωτη και ακατάληπτη φλυαρία |
| αράχλα,
η |
μούχλα |
| αρβάλια,
τα |
μεταλλικές
κινητές χειρολαβές |
| αρβαλωτό |
Χάλκινο
μαγειρικό σκεύος με αρβάλι |
| αργιά |
αραιά |
| αρίδα,
η |
το
πόδι |
| αρκουδόβατο,
το |
είδος
ακανθώδους θάμνου, χρησιμεύει για φράχτης σε περιβόλια |
| αρλούμπα,
η |
κουταμάρα,
ανοησία σε κουβέντα |
| αρμαθιά,
η |
σύνολο
ομοειδών πραγμάτων περασμένο σε κλωστή, μπουκέτο |
| αρνόκουρα,
τα |
κουρεμένα
μαλλιά από αρνιά |
| ασίκης,
ο |
λεβέντης,
νέος αξιέραστος, γενναίος |
| ασκέρι,
το |
παρέα,
οικογένεια, σύνολο ανθρώπων |
| ασκί |
δοχείο
φτιαγμένο από δέρμα ζώου |
| αστράχα,
η |
ο
μεταξύ τοιχίου και στέγης χώρος |
| αστρίτης,
ο |
η
αρσενική οχιά, είδος οχιάς |
| ατζειά,
τα |
σκεύη,
κατσαρόλες, καρδάρες κλπ. |
| άφραγκος,
ο |
εκείνος
που δεν φτουράει, δεν επαρκεί |
| αχορταγίλα,
η |
αχορταγιά,
λαιμαργία |
| άχτι,
το |
εκπλήρωση
τιμωρίας ή εκδικήσεως |
|
|
| -Β- |
|
| Βαγένι,
το |
βαρέλι
μεγάλων διαστάσεων ή αυλάκι στο νερόμυλο |
| βαρβάτο,
το |
αρσενικό
ατίθασο και δυνατό, με πολλές ορμές |
| βαρελίστρα,
η |
κοίλωμα
σε τοίχο του σπιτιού όπου τοποθετούσαν τα βαρέλια με το νερό |
| βαρκό,
το |
ελώδης
τόπος, βάλτος, βούρκος |
| βαρυγκομισμένος,
ο |
ο
λυπημένος, ο δύσθυμος |
| βασκαντούρης,
ο |
ο
όμορφος, ο επικίνδυνος να ματιαστεί |
| βεζιά,
η |
κυλινδρικό
μεταλλικό καλούπι που έφτιαχναν το κεφαλοτύρι |
| βελεβά,
η |
πλάγια
ανηφορική πορεία |
| βέμπελη,
η |
Ιλαρά |
| βίγλα,
η |
σκοπιά
σε ύψωμα, παρατηρητήριο |
| βίκα,
η |
γυάλινο
δοχείο συνήθως για κρασί |
| βίκος,
ο |
ο
μπιζελοειδές φυτό κατάλληλο για κτηνοτροφία |
| βίτσα,
η |
βέργα
λεπτή, μαστίγιο |
| βοϊδομάτης,
ο |
αυτός
που έχει μεγάλα μάτια |
| βόλες,
οι |
φορές
ή είδος μακαρονιών |
| βρακοζώνι,
το |
η
ζώνη του παντελονιού |
| βράκωμα,
το |
προφυλακτικό
πανί που έβαζαν στα κριάρια για να τα αποτρέψουν από την σεξ.
πράξη |
| βραστογαλιά,
η |
γάλα βρασμένο με αλάτι |
| βρωμίστρα,
η |
το
χωράφι από όπου θερίστηκε μόλις βρώμη |
Α-Β,
Γ-Ζ,
Κ,
Λ-Μ,
Ν-Π,
Ρ-Σ,
Τ-Ω
Λαϊκό
Γλωσσάρι
|