Μέχρι τις
16.03.2006, τα στοιχεία στην ιστοσελίδα της Ρ.Α.Ε. έδειχναν
για την Πελοπόννησο ότι έχουν δοθεί από τη ΡΑΕ και το Υπουργείο
Ανάπτυξης άδειες παραγωγής για 47 αιολικά πάρκα συνολικής
ονομαστικής ισχύος 766,45 ΜW στην Πελοπόννησο. Αιτήσεις
που αναμένουν την έγκρισή τους υπάρχουν για άλλα 106 αιολικά
πάρκα συνολικής ονομαστικής ισχύος 2127,6 MW. Μιλάμε δηλαδή
για συνολικά 153 αιολικά πάρκα συνολικής ονομαστικής ισχύος
2.894,05 στην Πελοπόννησο.*
Τι σημαίνουν
όμως αυτοί οι αριθμοί;
Οι σύγχρονες χερσαίες ανεμογεννήτριες που εγκαθίστανται
πλέον στην Ελλάδα, για την βιομηχανική εκμετάλλευση της
αιολικής ενέργειας, είναι ονομαστικής ισχύος από 850 kW
έως 3 ΜW εκάστη. Αυτό σημαίνει ότι έχουν την δυνατότητα
να παράγουν σε ετήσια βάση 7.446.000 κιλοβατώρες (kWh) και
26.280.000 κιλοβατώρες αντίστοιχα αν δούλευαν με 100% απόδοση
όλο το χρόνο. Αυτό όμως δεν συμβαίνει, γιατί ο άνεμος είναι
μια ανεξέλεγκτη και χρονικά μεταβαλλόμενη σε όλες της τις
παραμέτρους πηγή ενέργειας, που μπορεί να ακινητοποιήσει
τις ανεμογεννήτριες ακόμα και για μέρες. Η πραγματική ετήσια
απόδοσή τους κυμαίνεται περίπου στο 30% όταν έχουν εγκατασταθεί
σε τοποθεσίες με πραγματικά αξιόλογο αιολικό δυναμικό. Σημειώνουμε
ότι οι περισσότερες ανεμογεννήτριες αρχίζουν να περιστρέφονται
σε ταχύτητες ανέμου 4μ./δευτερόλεπτο, αλλά αρχίζουν να παράγουν
την μέγιστη απόδοση τους από τα 16μ./ δευτερόλεπτο και πάνω.
Σε ταχύτητες ανέμου άνω των 25μ./ δευτερόλεπτο οι ανεμογεννήτριες
πρέπει να τεθούν εκτός λειτουργίας λόγω υπερφόρτωσης του
μηχανικού εξοπλισμού. Η πραγματική ετήσια παραγωγή ηλεκτρικής
ενέργειας κυμαίνεται δηλαδή-πάντα με την προϋπόθεση ότι
φτάνουν το 30% της ετήσιας απόδοσής τους- σε 2.233.800 kWh
και 7.884.000 kWh αντίστοιχα.
Συγκριτικά η λιγνιτική μονάδα ηλεκτροπαραγωγής της ΔΕΗ στη
Μεγαλόπολη έχει μια εγκαταστημένη ισχύ 850 ΜW και υπό κανονικές
συνθήκες παράγει μια καθαρή ισχύ (απόδοση) της τάξης περίπου
των 760 ΜW ανά πάσα στιγμή, μέρα και νύχτα, καθ' όλη τη
διάρκεια του χρόνου, χωρίς διακοπή. Παράγει δηλαδή σε ετήσια
βάση περίπου 6.657.600.000 κιλοβατώρες. Αυτό σημαίνει θεωρητικά
ότι για να παράγει κανείς την ίδια ενέργεια με ανεμογεννήτριες
θα πρέπει να εγκαταστήσει περίπου 2.980 ανεμογεννήτριες
των 850 kW ή 844 ανεμογεννήτριες των 3 MW (και να έχουν
όλες μια ετήσια απόδοση 30%)... Και αυτό για να "υποκαταστήσει"
μόλις το 6,8% της συνολικής εγκαταστημένης ισχύος της Ελλάδας.
Το σύνολο των αιτήσεων των 153 αιολικών πάρκων συνολικής
ονομαστικής ισχύος 2.894,05 MW για την Πελοπόννησο μεταφράζεται
σε 3.405 ανεμογεννήτριες των 850 kW ή 965 ανεμογεννήτριες
των 3 MW. Ο μέσος όρος της εγκαταστημένης ισχύος των αιολικών
πάρκων βρίσκεται στα 19 MW, που σημαίνει και την δημιουργία
153 υποσταθμών ανύψωσης τάσης 20/150 KV για τις ανάγκες
διασύνδεσης με το Εθνικό Διασυνδεδεμένο Σύστημα Μεταφοράς
Ηλεκτρικής Ενέργειας των αιολικών πάρκων.
Τι σημαίνει
όμως ανεμογεννήτρια;
Μια ανεμογεννήτρια που προορίζεται για την βιομηχανική εκμετάλλευση
της αιολικής ενέργειας, είναι μια μηχανή που μετατρέπει
την ενέργεια του ανέμου σε ηλεκτρική ενέργεια με σκοπό να
την διοχετεύσει στην συνέχεια στο ηλεκτρικό σύστημα της
χώρας, αποτελεί δηλαδή ένα "μικρό" σταθμό παραγωγής
ηλεκτρικής ενέργειας με "καύσιμη ύλη" τον άνεμο.
Τα τελευταία χρόνια το μέγεθος των ανεμογεννητριών αυξάνεται
συνεχώς προκειμένου να αξιοποιηθεί με όσο το δυνατόν καλύτερο
και οικονομικότερο τρόπο η δύναμη του ανέμου. Μια Α/Γ των
850 kW έχει τρία πτερύγια διαμέτρου 52μ. και το συνολικό
ύψος της ξεκινάει από 80μ και φτάνει τα 110 μ. (ανάλογα
με το ύψος του πύργου), ενώ ζυγίζει μέχρι και 142 τόνους
χωρίς τα θεμέλια της. Η δε 3ών MW ανεμογεννήτρια που βλέπουμε
σήμερα στα Δίδυμα και αποτελεί και τη μεγαλύτερη χερσαία
ανεμογεννήτρια σε κυκλοφορία αυτή τη στιγμή, έχει πτερύγια
διαμέτρου 90 μ., φτάνει σε ύψος τα 150 μέτρα και ζυγίζει
μέχρι και 380 τόνους χωρίς τα θεμέλιά της.
Όπως καταλαβαίνει κανείς αυτές οι ανεμογεννήτριες δεν "φυτεύονται"
έτσι απλά. Απαιτούν για αντίβαρο εκατοντάδες μ3 οπλισμένου
σκυροδέματος. Για τα θεμέλια των ανεμογεννητριών πρέπει
να γίνει εκσκαφή μιας τρύπας μεγέθους περίπου 15μ. x 15μ.
και βάθους 2 μέτρων (ανάλογα με τις γεωτεχνικές συνθήκες).
Γύρω από τις ανεμογεννήτριες δημιουργούνται επίπεδα πλατώματα
(τουλάχιστον διαστάσεων 15 x 15 χ 3.14= 706,5 μ2) και ένας
δρόμος πρόσβασης για βαριά οχήματα. Μια ανεμογεννήτρια απαιτεί
κατά μέσο όρο περίπου 14 χιλιόμετρα καλώδια για την σύνδεση
της με τον υποσταθμό. Τα καλώδια αυτά είναι είτε εναέρια,
οπότε και θα απαιτήσουν εκατοντάδες (χιλιάδες) στήλες για
την στήριξή τους, είτε υπόγεια, οπότε και θα γίνεται εκσκαφή
χαρακωμάτων πολλών χιλιομέτρων.
Μια ανεμογεννήτρια των 850 ΜW απαιτεί θεμέλια περίπου 350μ3,
βάρους 805 τόνων, ενώ των 3ών MW απαιτεί περίπου 475 μ3
οπλισμένο σκυρόδεμα, βάρους 1200 τόνων. Αν πολλαπλασιάζουμε
το βάρος επί
3.405 ανεμογεννήτριες
των 850 kW, έχουμε:
- οπλισμένο σκυρόδεμα: 1.191.750 μ3 και 2.741.025 τόνους
- Κανάλια καλωδιώσεων:47.670 χλμ
- Επίπεδα πλατώματα: 2.405.632,5 μ2
ή επί 965 ανεμογεννήτριες των 3 ΜW, έχουμε:
- οπλισμένο σκυρόδεμα: 458.375 μ3 και 1.158.000 τόνους
- Κανάλια καλωδιώσεων: 13.510 χλμ.
- Επίπεδα πλατώματα: 681.772,5 μ2
Αν προσθέσουμε
την διάνοιξη εκατοντάδων χιλιομέτρων δρόμων πρόσβασης για
βαριά οχήματα καθώς και την κατασκευή των υποσταθμών υψηλής
τάσης για την διοχέτευση της ηλεκτρικής ενέργειας στο ηλεκτρικό
δίκτυο αντιλαμβανόμαστε την έκταση της καταστροφής που θα
γίνει σε περιοχές όπου μέχρι σήμερα η παρέμβαση του ανθρώπου
ήταν ήπια έως ανύπαρκτη.
Για να υπάρχει αυτός ο "οργασμός" αιτήσεων από
επενδυτές, προφανώς θα υπάρχουν αρκετές κορυφογραμμές σε
ολόκληρη την Πελοπόννησο για να "φιλοξενήσουν"
τόσες ανεμογεννήτριες. Το αν όλες αυτές οι κορυφογραμμές
έχουν πραγματικά αξιόλογο αιολικό δυναμικό αυτό δεν μπορούμε
να το κρίνουμε. 153 αιολικά πάρκα με μέσο όρο 19 MW, σημαίνει
βάσει του παραδείγματος των ανεμογεννητριών μας, είτε περίπου
22 ανεμογεννήτριες των 850 kW είτε περίπου 6 των 3 ΜW ανά
αιολικό σταθμό. Αν λάβουμε υπόψη ότι μέσα σε ένα αιολικό
σταθμό οι ανεμογεννήτριες, για να μην επηρεάζει η μία την
άλλη, πρέπει να τοποθετούνται μεταξύ τους σε αποστάσεις
3 με 5 φορές την διάμετρο των πτερυγίων τους (όταν τοποθετούνται
κάθετα στην επικρατέστερη κατεύθυνση του ανέμου) και 5 με
9 φορές (όταν τοποθετούνται παράλληλα), τότε χρειαζόμαστε
κορυφογραμμές συνολικού μήκους από 525 χλμ έως 1.575 χλμ.
για Α/Γ 850 kW και 248 χλμ. έως 744 χλμ. για Α/Γ των 3 ΜW.
Το δέντρο
και το δάσος
Από τις κορυφογραμμές που θα εγκατασταθούν οι ανεμογεννήτριες
αυτές, με τις καταπιεστικές διαστάσεις τους, θα εξουσιάζουν
τον ορίζοντα για πολλές δεκάδες χιλιόμετρα. Αλλά για να
μην κατηγορηθούμε για υπερβολές, ας υποθέσουμε ότι ένα αιολικό
πάρκο είναι ορατό μέχρι και 10 χιλιόμετρα μακριά (σε ευθεία).
Η ακτίνα ορατότητας του αιολικού πάρκου είναι δηλαδή έκτασης
314 τετραγωνικών χιλιομέτρων (10 x 10 x 3.14). Αν το πολλαπλασιάσουμε
επί τον αριθμό των αιολικών πάρκων, δηλαδή 153 (δεν θα υπολογίσουμε
το ίδιο για αιολικά πάρκα με ΑΓ των 3 MW γιατί αυτές είναι
ορατές από αποστάσεις σαφώς μεγαλύτερες) τότε σε μια έκταση
48.042 τετραγωνικών χιλιομέτρων, όπου και να γυρίσεις ανεμογεννήτριες
θα βρεις μπροστά σου. Συγκριτικά η Πελοπόννησος έχει μια
έκταση 21.439 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Το λιγότερο το σημείο
που θα πρέπει να αναρωτηθεί κανείς σε αυτό είναι αν οι τουρίστες
που επισκέπτονται την Πελοπόννησο για την πολιτιστική κληρονομιά
της και την ομορφιά της φύσης της, θα ξανάρθουν βλέποντάς
την πυκνοκατοικημένη απ' τον παράταιρο και διφορούμενο ετούτο
εισβολέα του Μοριά μας.
Ας αναλογιστούμε λίγο. Σε μια Πελοπόννησο όπου οι παραδοσιακές
ήπιες ανθρώπινες δραστηριότητες δεν μετέβαλλαν ουσιαστικά
τον χαρακτήρα του πολιτιστικού τοπίου κατά το πέρασμα των
αιώνων, που διατηρεί το πλεονέκτημα του ότι δεν έχει απολέσει
σε μεγάλη κλίμακα τις συνθήκες και τη φυσιογνωμία των αναγνωρίσιμων
παραδοσιακών της τοπίων, που τα χαρακτηριστικά του φυσικού
περιβάλλοντος, οι χρήσεις γης και η γενικότερη μορφολογία
του τοπίου δεν έχουν αλλοιωθεί
(π.χ. το ανάκτορο των Μυκηνών βρίσκεται σε ένα αγροτικό
περιβάλλον που πιθανότατα παραμένει αναλλοίωτο όσον αφορά
τις γεωργικές καλλιέργειες και την άσκηση της κτηνοτροφίας).
Με την εμφάνιση χιλιάδων ανεμογεννητριών το πολιτιστικό
τοπίο θα αλλοιωθεί παράφορα, με ένα συντριπτικό αντίκτυπο
στον τουρισμό -αν εξαιρέσουμε τις ευκαιριακές επισκέψεις
σχολείων με τους δασκάλους τους και μερικών ψωνισμένων με
την «πράσινη» ενέργεια (αν και δε θα ξέρουν που να πρωτοπάνε...).
Γιατί, το μεγάλο αγαθό της Ελλάδας είναι ο πολιτισμός της,
είναι η αύρα της ιστορίας της που πλανάται- ειδικά στην
Πελοπόννησο. Να σημειώσουμε ότι από τα 16 Ελληνικά μνημεία
παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO, τα 6 βρίσκονται στην
Πελοπόννησο. Αυτό κάτι λεει- στους ξένους. Για άλλη μια
φορά θα αποδείξουμε ότι δεν είμαστε αντάξιοι της ιστορίας
και του πολιτισμού μας. Η χώρα του Ήλιου υιοθετεί μια τεχνολογία
που φτιάχτηκε σε χώρες όπου συγκριτικά έχουν βαθύ σκοτάδι,
γιατί είναι η μόνη που είναι εμπορικά ώριμη για μεγάλης
κλίμακας εκμετάλλευση...
Αυτό το
παραμύθι έχει δράκο
Αλλά δεν βαριέσαι! Τουλάχιστον θα σώσουμε τον πλανήτη και
θα σταματήσει την λειτουργία του ο λιγνιτικός σταθμός της
Μεγαλόπολης και θα αναπνέουμε όλοι καθαρό αέρα, θα δημιουργούνται
και θέσεις εργασίας και θα έχουμε και τσάμπα ρεύμα, χώρια
τα κεφάλαια που θα πέσουν στον τόπο μας... Είναι όμως έτσι;
Δεν αμφισβητεί κανείς ότι οι ανεμογεννήτριες κατά την λειτουργία
τους δεν αποβάλουν διοξείδιο του άνθρακα όπως ο λιγνιτικός
σταθμός της Μεγαλόπολης. Το κατά πόσο «μειώνουν» τις εκπομπές
του διοξειδίου του άνθρακα όπως ισχυρίζεται η βιομηχανία
της αιολικής ενέργειας, αυτό είναι ένα ενδιαφέρον ερώτημα.
Γιατί οι ανεμογεννήτριες δεν υποκαθιστούν ούτε πρόκειται
ποτέ να λειτουργήσουν ως αντικατάσταση των λιγνιτικών θερμοηλεκτρικών
μονάδων που ευθύνονται για το μεγαλύτερο μέρος της ατμοσφαιρικής
ρύπανσης της χώρας μας. Λειτουργούν στην καλύτερη περίπτωση
συμπληρωματικά. Αυτό οφείλεται πολύ απλά στο γεγονός ότι
ο άνεμος είναι μια ανεξέλεγκτη πηγή ενέργειας και συνεπώς
δεν μπορεί να διασφαλιστεί ο εφοδιασμός της χώρας (καμίας
χώρας) με ηλεκτρική ενέργεια από ανεμογεννήτριες. Έτσι οι
συμβατικές μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει
να παραμείνουν σε λειτουργία για να ρυθμίσουν την παραγόμενη
ισχύ στο δίκτυο ανάλογα με το φορτίο των καταναλωτών. Η
αιολική ενέργεια δεν έχει την δυνατότητα για αυξομείωση
της παραγωγής της σε ηλεκτρική ενέργεια όπως οι θερμικοί
σταθμοί της ΔΕΗ. Και όταν δεν φυσάει και οι ανεμογεννήτριες
δεν παράγουν ηλεκτρική ενέργεια, τότε τα εργοστάσια της
ΔΕΗ θα πρέπει να ρυθμίσουν την απώλεια από τις ανεμογεννήτριες,
με πιθανή συνέπεια και την μείωση του βαθμού απόδοσης και
της περιβαλλοντικής συμπεριφοράς τους.
Συχνά διαβάζουμε να μας παρουσιάζουν ως παράδειγμα προς
μίμηση σε θέματα κλιματικής αλλαγής την Δανία, που έχει
εγκαταστήσει μέχρι σήμερα περίπου 3.300 MW σε αιολική ενέργεια
και παράγει 20% της κατανάλωσης από αυτήν (το υπόλοιπο παράγεται
από άνθρακα και φυσικό αέριο). Αυτό που δεν μας λένε είναι
ότι παρ' όλα αυτά η Δανία δεν έχει καταφέρει να μειώσει
της εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα. Οι εκπομπές της
αυξήθηκαν μάλιστα τελευταία. Μάλλον το παράδειγμα που πρέπει
να πάρουμε από τη Δανία είναι ότι οι ανεμογεννήτριες δεν
συμβάλουν και τόσο στη μείωση των εκπομπών του διοξειδίου
του άνθρακα.
Ένα άλλο που θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας όταν διαβάζουμε
για την Δανία, είναι το γεγονός ότι η Δανία έχει ένα εντελώς
διαφορετικό σύστημα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας από το
δικό μας. Το σύστημα της Δανίας βασίζεται στην λειτουργία
δύο μη-διασυνδεδεμένων και σε μεγάλο βαθμό αυτόνομων συστημάτων
με δυνατότητα εύκολης ανταλλαγής ηλεκτρικής ενέργειας με
τα μεγαλύτερα ηλεκτρικά συστήματα των γειτονικών της χωρών
όπως την Νορβηγία, την Σουηδία και σε μικρότερο βαθμό τη
Γερμανία. Το 2004 αν και το 18,5% της συνολικής παραγωγής
προήρθε από την αιολική ενέργεια, μόνο το 6% καταναλώθηκε
στη Δανία. Το υπόλοιπο ήταν πλεόνασμα ενέργειας επί του
φορτίου τη στιγμή της παραγωγής της και η Δανία αναγκάστηκε
να το ξεπουλήσει σε πολύ χαμηλές τιμές στη Νορβηγία και
την Σουηδία για να διατηρήσει την σταθερότητα του εγχώριου
ηλεκτρικού δικτύου.
Στην Ελλάδα η συμμετοχή της αιολικής ενέργειας στο διασυνδεδεμένο
σύστημα της χώρας μας δεν μπορεί να ξεπεράσει το 5% του
φορτίου (πιστεύεται ότι η ποσοστιαία οροφή βρίσκεται ακόμα
πιο χαμηλά), για να αποφευχθούν φαινόμενα black out και
άλλα σοβαρά προβλήματα. Αυτό σημαίνει ότι για ένα φορτίο
αιχμής των 9.400 MW, όπως αυτό του καλοκαιριού του 2004,
η συμμετοχή των ανεμογεννητριών δεν θα μπορούσε να ξεπεράσει
τα 470 MW την δεδομένη στιγμή, που σημαίνει είτε 553 Α/Γ
των 850 kW ή 157 Α/Γ των 3 MW να δουλεύουν με 100% απόδοση
ή ο διπλάσιος αριθμός Α/Γ να δουλεύουν με 50% απόδοση κλπ,
κλπ.
Την περιορισμένη δυνατότητα συμμετοχής των ανεμογεννητριών
στο φορτίο του διασυνδεδεμένου δικτύου, μας επιβεβαίωσε
και ο καθηγητής Πέτρος Ντοκόπουλος, Διευθυντής του Τομέα
Ηλεκτρικής Ενέργειας του Τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών
& Μηχανικών Η/Υ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
με την εξής δήλωση του: «Το πρόβλημα είναι ένα και μοναδικό:
Οι γεννήτριες ενώ παράγουν, μπορούν ξαφνικά να τεθούν εκτός
λειτουργίας, γιατί ο αέρας είναι πολύ δυνατός, αυξάνεται
από τα 8 μποφόρ και πηγαίνει στα 10 έστω. Αυτό είναι σχεδόν
ανεξέλεγκτο, γιατί οι γεννήτριες έχουν ένα αυτόματο σύστημα
και ξαφνικά βγαίνουν όλες έξω. Αν τύχει να είναι ακαριαία
αυτή η αντίδραση του προστατευτικού συστήματος (των Α/Γ),
τότε είναι γνωστό ότι η κρούση που μπορεί να αντέξει ένα
δίκτυο είναι περιορισμένη. Όταν λέμε κρούση εννοούμε αλλαγή
της κατάστασης. Και αυτή η κρούση θεωρείται γύρω στα 5%
ελέγξιμη. Από εκεί και πάνω δεν είναι σίγουρο ότι μπορεί
να ελεγχθεί. Αυτό που συμβαίνει είναι να έχει τοπικά ταλαντώσεις
και μετά ο ρυθμιστής του δικτύου -το δίκτυο παρακολουθείται
από τη ΔΕΗ- μπορεί αν του δοθεί χρόνος, να βγάλει φορτία.
Να βγάλει ένα ολόκληρο χωριό εκτός για λίγη ώρα, ή να βγάλει
κάτι περισσότερο, μια ολόκληρη περιοχή, οπότε αντισταθμίζεται
το χάσιμο των γεννητριών και μετά σιγά-σιγά να αναλάβει
φορτία το δίκτυο από τα συμβατικά εργοστάσια. Υπάρχει ένα
όριο πάνω από το οποίο πρέπει να είναι σε επιφυλακή κάποιος,
αυτό το όριο είναι κάπου 5%, ίσως και 3%. Πρέπει εκείνη
τη στιγμή να προσέξει κανείς ιδιαίτερα για να ρυθμίσει το
δίκτυο. Αυτό είναι το κύριο αίτιο του περιορισμού (της συμμετοχής
των ανεμογεννητριών στο φορτίο). Δηλαδή ενώ δουλεύουν, ξαφνικά
χάνεται ένα μεγάλο μέρος λόγο του ψηλού ανέμου.»
Το πρόβλημα αυτό, δεν οφείλεται στην παλαιότητα του δικτύου
της Ελλάδας, αλλά ισχύει γενικά για όλα τα διασυνδεδεμένα
ηλεκτρικά δίκτυα, όπως και αυτό της Γερμανίας, που συνάντησε
τελευταία το συγκεκριμένο πρόβλημα. Θα μπορούσαν να ληφθούν
μέτρα για την ενίσχυση του δικτύου, αλλά όπως είπε και ο
κ. καθηγητής «Αν πάρεις αυτά τα μέτρα, δεν θα έχεις λεφτά
για άλλα πράγματα».
Θα γυρίζουν
και δε θα παράγουν
Η ευρωπαϊκή Οδηγία 2001/77/EΚ προβλέπει στο παράρτημά της
για την Ελλάδα ενδεικτικό στόχο κάλυψης από ανανεώσιμες
ενεργειακές πηγές, περιλαμβανομένων των μεγάλων υδροηλεκτρικών
έργων, σε ποσοστό της ακαθάριστης κατανάλωσης ενέργειας
κατά το έτος 2010 ίσο με 20,1%. Στην «3η Εθνική Έκθεση για
το επίπεδο διείσδυσης της ανανεώσιμης ενέργειας το 2010»,
το Υπουργείο Ανάπτυξης προβλέπει ότι η ακαθάριστη κατανάλωση
ηλεκτρικής ενέργειας κατά το 2010 θα φτάσει τις 68 δις κιλοβατώρες
και ότι υφίσταται κατά συνέπεια ανάγκη για παραγωγή ηλεκτρικής
ενέργειας από ΑΠΕ 13,7 δις κιλοβατώρων, από τις οποίες οι
7,09 δις κιλοβατώρες θα προέρχονται από την αιολική ενέργεια,
η οποία θα συμμετέχει στην συνολική παραγωγή ηλεκτρικής
ενέργειας με το ποσοστό των 10,42% του συνόλου με μια εγκαταστημένη
ισχύ 3.372 MW (απόδοσης 24%). Αυτό όμως είναι αδύνατον από
την στιγμή που η συμμετοχή της αιολικής ενέργειας στο Εθνικό
διασυνδεδεμένο δίκτυο της χώρας μας δεν μπορεί να ξεπεράσει
στην καλύτερη περίπτωση το 5% του φορτίου. Αυτό σημαίνει
ότι πάνω από τις μισές ανεμογεννήτριες που θα έχουν εγκατασταθεί
θα περιστρέφονται μεν όταν φυσάει, αλλά δεν θα απορροφάται
η ηλεκτρική ενέργεια που παράγουν από το δίκτυο και θα χαθεί.
Και αναρωτιέται κανείς: το να παράγεις ηλεκτρική ενέργεια
από ανεμογεννήτριες όταν δεν μπορείς να την χρησιμοποιήσεις
μπορεί να θεωρηθεί φιλικό προς το περιβάλλον; Και αφού στοχεύουν
μέχρι το 2010 στην εγκατάσταση 3.372 MW, τότε γιατί το Υπουργείο
Ανάπτυξης μέχρι τις 31.03.06 έχει ήδη δώσει άδεια παραγωγής
για 4715 αιολικά MW, ενώ αιτήσεις για επιπλέον 8160 MW περιμένουν
την έγκριση τους; Μιλάμε για 12.875 MW από ανεμογεννήτριες,
την στιγμή που η εγκαταστημένη ισχύ στην Ελλάδα συμπεριλαμβανομένων
όλων των συμβατικών και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας φτάνει
σήμερα τα 12.500 MW! Αυτή η μεγάλη κινητικότητα στο χώρο
της αιολικής ενέργειας τον τελευταίο καιρό θυμίζει μεσαιωνικό
στρατό που μαζεύεται πριν την επίθεση...
Οι Άρχοντες
του Ανέμου
Θα μου πείτε τσάμπα τα πετάνε οι επενδυτές τα λεφτά τους;
Κάτι θα ξέρουν παραπάνω. Σωστό κι' αυτό. Καταρχήν, τα λεφτά
που ρίχνουν στις ΑΓ είναι κατά σημαντικό μέρος τα δικά μας
λεφτά. Τα Ίδια Κεφάλαια καλύπτουν μόλις το 30% του κόστους
επένδυσης, ενώ η υπόλοιπη χρηματοδότηση των αιολικών «πάρκων»
προέρχεται από την ένταξη της επένδυσης σε επιχορηγούμενα
προγράμματα, είτε μέσω του Αναπτυξιακού Νόμου είτε μέσω
κοινοτικών προγραμμάτων και με τραπεζικό δανεισμό. Δεύτερον,
κάθε κιλοβατώρα που παράγουν τα αιολικά πάρκα και την ισχύ
που παρέχουν στο διασυνδεδεμένο σύστημα, την πουλάνε στη
ΔΕΗ η οποία την αγοράζει σε τιμή 0,06842 Ευρώ/ κιλοβατώρα
(περίπου 40% πιο ακριβά από ότι η ΔΕΗ την πουλάει στους
καταναλωτές...) και 1,75645 Ευρώ/kW ανά μήνα για την ισχύ
(ΔΕΗ). Κατά μέσο όρο η απόσβεση της επένδυσης γίνεται το
πολύ σε 8 χρόνια. Από εκεί και πέρα τα έσοδα είναι πλέον
καθαρά κέρδη. Εν τω μεταξύ το μεγαλύτερο ποσοστό των επενδύσεων
φεύγει στο εξωτερικό και κυρίως σε δανέζικες εταιρίες κατασκευής
ανεμογεννητριών - οι οποίες έχουν μερίδιο αγοράς 40% παγκοσμίως-
ενώ το υπόλοιπο παραμένει μεν στην χώρα αλλά πηγαίνει κυρίως
στο μεγάλο ιδιωτικό κεφάλαιο.
Οι ουτοπικές
θέσεις εργασίας
Έχουμε διαβάσει μέχρι και για «εκτόξευση» της σχετιζόμενης
με τα αιολικά πάρκα απασχόλησης, ιδιαίτερα την τοπική. Από
τα παραδείγματα της Εύβοιας γνωρίζουμε πολύ καλά, ότι αυτό
δεν συμβαίνει. Μόνιμες θέσεις εργασίας δημιουργούνται κυρίως
στην βιομηχανική παραγωγή των ανεμογεννητριών και των διαφόρων
εξαρτημάτων τους. Αλλά οι σύγχρονες ανεμογεννήτριες δεν
κατασκευάζονται στην Ελλάδα. Κατασκευάζονται σε χώρες όπου
υπάρχεί η απαραίτητη τεχνολογική πείρα και βιομηχανία. Εδώ
η Δανία, που κατέχει και το 40% του μεριδίου αγοράς παγκοσμίως,
είναι πράγματι παράδειγμα προς μίμηση, με 20.000 θέσεις
εργασίας που σχετίζονται με την αιολική ενέργεια. Σημειώνουμε
όμως ότι οι μεγάλοι κατασκευαστές ανεμογεννητριών εξαρτώνται
κυριολεκτικά από την πολιτική κυβερνητικών επιδοτήσεων στις
μεγάλες αγορές, γιατί σύμφωνα με ειδικούς οι ανεμογεννήτριες
δεν είναι ακόμα ανταγωνιστικές σε σύγκριση με τις καθιερωμένες
ενεργειακές τεχνολογίες.
Σε τοπικό επίπεδο η μόνη μόνιμη θέση που θα μπορούσε να
δημιουργηθεί για ένα αιολικό πάρκο είναι αυτή του φύλακα.
Αλλά ακόμα και αυτή είναι περιττή, από την στιγμή που οι
αιολικοί σταθμοί έχουν την δυνατότητα να παρακολουθούνται
εξ αποστάσεως μέσω ενός ειδικού λογισμικού και το Internet
που προσφέρονται πακέτο με τις ανεμογεννήτριες από την κατασκευάστρια
εταιρία.. Για την συντήρηση των ανεμογεννητριών, απαιτούνται
προφανώς ειδικές τεχνικές γνώσεις, και συνήθως οι τεχνικοί
της κατασκευάστριας εταιρίας ταξιδεύουν ανά τον κόσμο για
να εξυπηρετήσουν τους πελάτες τους. Και όσον αφορά το στάδιο
κατασκευής ενός αιολικού «πάρκου»...ο εργολάβος που αναλαμβάνει
τα θεμέλια των ανεμογεννητριών μόνο από το διπλανό χωριό
δεν θα είναι.
Το Καρότο
του 2%
Για τους Δήμους όπου θα εγκατασταθούν οι αιολικοί σταθμοί
υπάρχει το περίφημο αντισταθμιστικό τέλος του 2% επί του
συνολικού τζίρου - δηλαδή των εσόδων -της εταιρίας στην
οποία ανήκει το αιολικό πάρκο. Αν υποθέσουμε ότι ένα αιολικό
πάρκο ισχύος 19MW (20 ανεμογεννήτριες) με ετήσια απόδοση
των ανεμογεννητριών του να φτάνει το 30% (στην καλύτερη
περίπτωση), τότε παράγει 49.932.000 κιλοβατώρες που αν του
τις αγοράσει όλες η ΔΕΗ (να θυμηθούμε τα περί φορτίου) στην
τιμή των 0,06842 Ευρώ/ κιλοβατώρα μας κάνουν περίπου 3,4
εκατ. έσοδα. Επί 2%, μας βγάζει περίπου 68 χιλιάδες ευρώ
ετησίως. Το αν αυτό το ποσό αντισταθμίζει τις αρνητικές
επιπτώσεις που θα έχει η εγκατάσταση του έργου στην περιοχή
για τις τοπικές οικονομικές δραστηριότητες (κτηνοτροφία,
τουρισμό, αγροτουρισμό κλπ.), ή και ακόμα για την υγεία
των Δημοτών, όταν το αιολικό πάρκο εγκατασταθεί σε κοντινή
απόσταση από χωριά, αυτό θα πρέπει να το κρίνει υπεύθυνα
κάθε Δημοτικό Συμβούλιο πριν δελεαστεί από το ποσοστό, πού
για έναν Δήμο με προϋπολογισμό 2-3 εκατ. ευρώ ετησίως, όπως
συμβαίνει με τους ημιορεινούς οικισμούς, δεν αντιπροσωπεύει
δα και τόσο τρελό ποσό (2,2-3,4 % σε αυτή την περίπτωση).
Συμπληρωματικά να πούμε ότι η καταβολή του αντισταθμιστικού
τέλους του 2% έχει κριθεί αντισυνταγματική με την απόφαση
611/04 του Β_ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, η
κατοχύρωση του προβλέπεται όμως με την ένταξη του στο Νέο
Θεσμικό και Αδειοδοτικό Πλαίσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας
από Α.Π.Ε., από το νέο προσχέδιο νόμου. Αλλά αναρωτιόμαστε
κατά πόσο ένας Δήμος μπορεί να ελέγξει αν όντως πληρώνεται
όλο το ποσό που δικαιούται.
Καιρός
να ξυπνήσουμε
Μπορεί στην Ελλάδα ο μεγαλύτερος ρυπαντής της ατμόσφαιρας
να είναι ο τομέας της παραγωγής ενέργειας και να γίνει αιτία
για τη μη τήρηση των δεσμεύσεων σχετικά με το Πρωτόκολλο
του Κιότο, παραβλέπουμε όμως κάτι πολύ σημαντικό: Τον διπλασιασμό
της κατανάλωσης μέσα σε λίγα χρόνια. Από τις προβλέψεις
για το 2010 φαίνεται ότι η κατανάλωση θα συνεχιστεί με τον
ίδιο αλματώδη τρόπο. Έτσι ο μόνος λογικός τρόπος για να
περιορίσει κανείς τις εκπομπές ρύπων στην ατμόσφαιρα θα
ήταν η εξοικονόμηση ενέργειας. Αναρωτηθήκατε ποτέ γιατί
τα οικονομικά κίνητρα στον οικιακό τομέα, που ευθύνεται
για το 36% της τελικής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας
και για το 40% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (Greenpeace)
είναι ανύπαρκτα, π.χ. για εγκατάσταση ηλιακών θερμοσίφωνων-(μόλις
30% των νοικοκυριών έχει σήμερα ηλιακό), φωτοβολταϊκών,
θερμομόνωση στα κτίρια, κουφώματα νέας τεχνολογίας, διπλά
τζάμια κλπ. κλπ. και δαπανόνται δισεκατομμύρια σε επιδοτήσεις
για την εγκατάσταση ανεμογεννητριών για την βιομηχανική
εκμετάλλευση της αιολικής ενέργειας; Και κάτι ακόμη: Μήπως
θα έπρεπε να είμαστε πιο επιφυλακτικοί με το γεγονός ότι
η μικρή μας Ελλάδα έχει γίνει «περιοχή-φιλέτο» για τους
μεγάλους παγκόσμιους κολοσσούς της ενέργειας; Μήπως θα έπρεπε
να αναλογιστούμε λιγάκι και να αναρωτηθούμε αν αξίζει για
την προσωρινή και ευκαιριακή ταυτότητα του «Ελντοράντο»
της ενέργειας, να δεχόμαστε την απώλεια του φυσικού περιβάλλοντος
και της πολιτιστικής ταυτότητας μας; Ωραίο το γρήγορα κέρδος,
αλλά τι θα γίνει όταν περάσει η μπόρα των επιδοτήσεων;
* Μέχρι τις
31.03. είχαν εγκριθεί αιτήσεις για συνολικά 883,2 MW, ενώ
ο αριθμός των αιτήσεων ανέβηκε στο 2332 MW.
|