Η περιβαλλοντική
νομοθεσία στην Ελλάδα ξεκίνησε τυπικά με τον Νόμο 1650/1986,
και κατ' επιταγή της τότε ΕΟΚ. Χρειάστηκαν τέσσερα ολόκληρα
χρόνια ώστε με την ΚΥΑ 69269/5387/1990 να καθοριστούν για
πρώτη φορά τα έργα και οι δραστηριότητες που υπόκεινται
σε περιβαλλοντική αδειοδότηση καθώς και οι προδιαγραφές
σύνταξης περιβαλλοντικών μελετών. Μέχρι το 2002 η ισχύουσα
νομοθεσία συμπληρωνόταν με ΚΥΑ που πρόσθεταν κατηγοριοποιήσεις
στα έργα και τις δραστηριότητες ή εξειδικεύσεις στις προδιαγραφές
των μελετών. Επίσης σιγά-σιγά άρχισαν να θεσπίζονται οι
πρώτες οριακές τιμές εκπομπών ρύπων, θορύβου κ.α.
Δεκαέξι ολόκληρα χρόνια μετά τον πρώτο γενικόλογο νόμο ψηφίζεται
από την Ελληνική Βουλή ο Νόμος 3010/2002 που αποτελεί, μαζί
με τις επακόλουθες ΚΥΑ, την πρώτη ολοκληρωμένη νομοθετική
προσπάθεια για καθορισμό του τρόπου περιβαλλοντικής αδειοδότησης
(και αυτό πάλι μετά από υποχρέωση του κράτους μας προς την
Ε.Ε., καθώς και ο νόμος αυτός αποτελεί εναρμόνιση της Ελληνικής
Νομοθεσία με Ευρωπαϊκές Οδηγίες).
Ιδιαίτερη
προσοχή πρέπει να δοθεί στο γεγονός ότι η νομοθεσία για
το ποιοι έχουν δικαίωμα να συντάσσουν περιβαλλοντικές μελέτες
(Π.Δ. 256/1998) εκδόθηκε μόλις το 1998!!!!! (12 χρόνια μετά
τον πρώτο νόμο για το περιβάλλον και 8 χρόνια μετά την έκδοση
των προδιαγραφών). Μέχρι τότε ο κάθε πτυχιούχος Α.Ε.Ι. μπορούσε
να συντάσσει και να υπογράφει περιβαλλοντικές μελέτες (κάτι
το οποίο δεν έχει αλλάξει σε μεγάλο βαθμό ακόμη και σήμερα).
Εξειδικεύοντας
στο θέμα της περιβαλλοντικής αδειοδότησης Αιολικών Πάρκων
μπορούμε να πούμε ότι αυτή, με βάση τον νόμο 3010/2002,
γίνεται από το Υπουργείο, αν η εγκατεστημένη ισχύς υπερβαίνει
τα 40 MW ή από την Περιφέρεια αν η εγκατεστημένη ισχύς είναι
μεταξύ 5-40 MW. Σε περίπτωση που η ισχύς είναι μικρότερη
των 5 MW ο φάκελος ελέγχεται για την πληρότητά του από την
Περιφέρεια (θεωρητικά) και προωθείται (συνήθως) στην Νομαρχία
για έκδοση Περιβαλλοντικών Όρων.
Η σύνταξη
των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων μπορεί να γίνει από
οποιονδήποτε κάτοχο μελετητικού πτυχίου κατηγορίας 27.
Μέχρι το 2003 και την έκδοση της ΚΥΑ 1726/2003 δεν υπήρχαν
εξειδικευμένες διατάξεις για την περιβαλλοντική αδειοδότηση
των ΑΠ, με αποτέλεσμα η διαδικασία αυτή να γίνεται με τις
γενικές προδιαγραφές που ίσχυαν. Η έλλειψη εξειδικευμένης
νομοθεσίας, προτύπων προδιαγραφών σύνταξης τέτοιων μελετών,
χωροταξικού σχεδίου, οριακών τιμών εκπομπής θορύβου από
τέτοιες δραστηριότητες και η έλλειψη κατάλληλου επιστημονικού
προσωπικού από τις αρμόδιες ελέγχουσες υπηρεσίες σε συνδυασμό
με την δεδομένη πολιτική απόφαση, σε κορυφαίο επίπεδο, για
την δημιουργία ΑΠ και τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα που
υπάρχουν, μπορεί να βοηθήσει τον καθένα να καταλάβει πόσο
εύκολα και γιατί βγαίνουν περιβαλλοντικές αδειοδοτήσεις
για ΑΠ.
Θέλοντας κάποιος
να μπει στην ουσία των περιβαλλοντικών μελετών, θα πρέπει
να εξετάσει λεπτομερώς όλη την διαδικασία. Δηλαδή ποιος
συντάσσει τις περιβαλλοντικές μελέτες, με ποιες προδιαγραφές,
με τι στοιχεία, ποιος τις ελέγχει, ποιος εκδίδει περιβαλλοντικούς
όρους και τέλος με ποια νομοθεσία τίθενται οι περιβαλλοντικοί
όροι και από ποιους και αν ελέγχεται η τήρησή τους.
Έχοντας πλήρη επίγνωση των γραφομένων μας, μπορούμε να πούμε
ότι η όλη διαδικασία είναι γραφειοκρατική, χωρίς νόημα και
ουσία. Ξεκίνησε με αφορμή την τυπική περιβαλλοντική αδειοδότηση
των δημοσίων έργων που χρηματοδοτούνταν από την Ε.Ε. και
εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να υπάρχει καθαρά και μόνο
«για τα μάτια του κόσμου».
Το ζήτημα
περιβάλλον για την ελληνική νομοθεσία είναι κάτι που αφορά,
πολύ σωστά, σε όλο τον έμβιο και άβιο κόσμο, δηλαδή αέρα,
νερό, έδαφος, υπέδαφος, ζώα, φυτά, κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον
κλπ. Υπ' αυτή την έννοια και όπως πράγματι συμβαίνει, ρόλο
στην σύνταξη των περιβαλλοντικών μελετών έχουν πολλές ειδικότητες,
που μπορούν να αποκτήσουν μελετητικό πτυχίο κατηγορίας 27,
όπως χημικοί, φυσικοί, βιολόγοι, γεωλόγοι, περιβαλλοντολόγοι,
δασολόγοι, γεωπόνοι, αλλά και χημικοί μηχανικοί, μηχανικοί
περιβάλλοντος, αρχιτέκτονες, μεταλλειολόγοι ακόμη και οικονομολόγοι
και ένα σωρό άλλες ειδικότητες από ελληνικά ή ξένα ΑΕΙ.
Από το σημείο
όμως αυτό μέχρι του σημείου να συντάσσουν και να υπογράφουν
ΜΠΕ, ο γεωλόγος για εργοστάσιο χημικής βιομηχανίας, ο αρχιτέκτονας
για ανόρυξη γεωτρήσεων, ο μεταλλειολόγος για κτηνοτροφικές
μονάδες, ο χημικός για λιμενικές εγκαταστάσεις και ούτω
καθ' εξής, υπάρχει πολύ μεγάλη και ουσιαστική απόσταση.
Ένα πολύ σημαντικό λοιπόν πρόβλημα, που αποτελεί και μια
πρώτη απόδειξη του ότι η περιβαλλοντική αδειοδότηση είναι
για το ελληνικό κράτος ένα ζήτημα απλά γραφειοκρατικό είναι
ότι η ελληνική νομοθεσία ρίχνει σε ένα τσουβάλι με το όνομα
«Περιβάλλον» όλες τις μελέτες και όλους τους πιθανούς μελετητές
προκαλώντας οξύμωρες καταστάσεις.
Ένα ακόμη
σημαντικό σημείο, ιδιαίτερα κρίσιμο για το κορυφαίο θέμα
που λέγεται περιβάλλον, είναι το ότι ο κάθε μελετητής που
υπογράφει μια ΜΠΕ δεν φέρει ουδεμία ευθύνη για τα όσα αναληθή
ή ελλιπή αναφέρονται αλλά και για τα όσα δεν αναφέρονται
στην μελέτη (από άγνοια ή σκοπίμως), καθώς δεν προβλέπεται
από πουθενά ουδεμία κύρωση ή επίπτωση. Υποτίθεται ότι την
ευθύνη την έχει αυτός που εγκρίνει την μελέτη, και ο οποίος
μπορεί να μην έχει προσωπική επιστημονική άποψη.
Εξετάζοντας
το ποιος ελέγχει τις ΜΠΕ φθάνουμε σε ένα άλλο πολύ σημαντικό
ζήτημα που ταλανίζει την ελληνική πολιτεία επί δεκαετίες.
Αυτό της στελέχωσης με επιστημονικό προσωπικό των δημοσίων
υπηρεσιών. Στην Ελλάδα υπάρχουν τρία επίπεδα της δημόσιας
διοίκησης που ελέγχουν και εγκρίνουν τις ΜΠΕ. Το Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.,
η εκάστοτε Περιφέρεια και η εκάστοτε Νομαρχία, ανάλογα με
το πόσο σημαντικές επιπτώσεις έχει στο περιβάλλον το έργο
ή η δραστηριότητα που εξετάζεται. Ενδεικτικά θα αναφέρουμε
ότι η Διεύθυνση Περιβάλλοντος της Περιφέρειας Πελοποννήσου
είναι στελεχωμένη με επτά άτομα επιστημονικό προσωπικό συν
τον Προϊστάμενο. Αυτή τη στιγμή έχουν μείνει μόνο 6 άτομα.
Μέσα στο 2005 η Υπηρεσία δέχθηκε 5.235 αιτήσεις. Αυτό σημαίνει
ότι σε μια περίοδο 220 ημερών (αφαιρώντας από τις εργάσιμες
του έτους κανονικές και αναρρωτικές άδειες, απεργίες κλπ)
ο κάθε υπάλληλος έπρεπε να «τελειώνει» περίπου 3,5 υποθέσεις
την ημέρα. Λέγοντας «τελειώνει» εννοούμε να ελέγξει την
πληρότητα του φακέλου, την αξιοπιστία των επικαλούμενων
στοιχείων, την συμβατότητα με την νομοθεσία, να κάνει πιθανόν
αυτοψία, να συντάξει περιβαλλοντικούς όρους, να προετοιμάσει
την παρουσία του ενώπιον δικαστηρίου (πολλές περιπτώσεις
καταλήγουν σε διοικητικά δικαστήρια), να απαντά σε κάθε
τηλέφωνο ενδιαφερόμενου κλπ. Εκ των πραγμάτων λοιπόν γίνεται
φανερό ότι με μια τέτοια ακολουθούμενη για την περιβαλλοντική
αδειοδότηση διαδικασία, ο έλεγχος που γίνεται μπορεί να
είναι μόνο τυπικός, χωρίς να περνά καθόλου στην ουσία του
αντικειμένου. Αν η οποιαδήποτε μελέτη που κατατίθεται δεν
φέρει εξόφθαλμες παραλείψεις ή λάθη είναι σχεδόν σίγουρο
ότι θα εγκριθεί χωρίς δεύτερη σκέψη.
Έγκειται λοιπόν στο φιλότιμο και την ευαισθησία του μελετητή
να κάνει μια σοβαρή μελετητική προσπάθεια που να ανταποκρίνεται
στην πραγματικότητα. Κάτι τέτοιο βέβαια, όπως εύκολα μπορεί
να καταλάβει κανείς, είναι σχεδόν αδύνατο καθώς μπορεί να
φέρει σε σύγκρουση το μελετητή με τον ενδιαφερόμενο, ο οποίος
και πληρώνει για τη μελέτη.
Εξετάζοντας
το ζήτημα των προδιαγραφών σύνταξης των ΜΠΕ θα διαπιστώσει
κανείς ότι ενώ θεωρητικά φαίνονται πλήρεις, στην πραγματικότητα
είναι ανούσιες καθώς είναι δύσκολα εφαρμόσιμες. Η περιγραφή
της υφιστάμενης κατάστασης περιβάλλοντος προϋποθέτει ή την
συνεργασία πολλών επιστημόνων ή την ύπαρξη επίσημων στοιχείων,
κατάλληλης κατά περίπτωση κλίμακας, που μπορεί κανείς να
επικαλεστεί και να διασταυρώσει. Τίποτα από τα προηγούμενα
δεν συμβαίνει ή δεν υπάρχει κατά την σύνταξη των ΜΠΕ. Στην
Ελλάδα η έλλειψη πρωτογενών δεδομένων και καταγραφών αλλά
και η πρόσβαση σε αυτά που υπάρχουν ήταν και παραμένει τραγική.
Ένα ακόμη
σημαντικό βάρος που έρχεται να σηκώσει η περιβαλλοντική
αδειοδότηση και όσοι εμπλέκονται σε αυτή, είναι η αδιανόητη
έλλειψη χωροταξικού σχεδιασμού για την οποία συνεχώς γίνεται
λόγος τις τρεις τελευταίες δεκαετίες αλλά παραμένει απατηλό
όνειρο.
Αν λοιπόν
αναλογιστεί κανείς όλα αυτά αλλά και την πολιτική πίεση
που μπορεί να ασκείται, τα οικονομικά συμφέροντα που παίζονται
κ.α. μπορεί εύκολα να αντιληφθεί ότι Περιβαλλοντικοί Όροι
στην Ελλάδα μπορούν να βγουν (και έχουν βγει) με ελλιπέστατες
και ανεπαρκείς μελέτες για διάφορα έργα και δραστηριότητες.
Θα πρέπει επίσης να τονίσουμε ότι οι Περιβαλλοντικοί Όροι
στην Ελλάδα είναι περιορισμοί βάσει της υφιστάμενης νομοθεσίας.
Όταν λοιπόν ένας υπάλληλος υπεύθυνος για την σύνταξη Περιβαλλοντικών
Όρων καλείται να τους συντάξει, ακόμη και αν έχει προσωπική
επιστημονική άποψη επί του θέματος, στην πράξη, δεν μπορεί
να επιβάλλει τίποτα παραπέρα από αυτά που προβλέπονται από
τον νόμο. Αν για κάτι δεν προβλέπεται τίποτα, παρότι επηρεάζει
το περιβάλλον, δεν μπορούν, τουλάχιστον άμεσα ή σε εύλογο
χρονικό διάστημα, να επιβληθούν οποιοιδήποτε περιβαλλοντικοί
όροι.
Έτσι η μόνη
δυνατότητα που υπάρχει στην πράξη για να αντιδράσει κάποιος
σε εγκατάσταση αιολικού πάρκου είναι να καταφύγει στην δικαιοσύνη
βρίσκοντας τυπικά και γενικόλογα κωλύματα στην περιβαλλοντική
αδειοδότηση, όπως η έλλειψη χωροταξικού σχεδιασμού, η έλλειψη
περιγραφής και αδειοδότησης των συνοδών έργων (οδοποιία
κλπ), η σύνταξη της μελέτης από άτομο μη κάτοχο μελετητικού
πτυχίου κ.α.
Το οργανωμένο
ελληνικό κράτος όχι μόνο δεν εξετάζει την ουσία του προβλήματος
και τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η κάθε εγκατάσταση
αλλά όπου μπορεί πιέζει τους φορείς που ελέγχει (αρχαιολογική
υπηρεσία, δασαρχείο κλπ) ώστε να μην προβάλλουν!!!!!! εμπόδια
σε τέτοιες επενδύσεις.
|