Tο άθλημα της Διάσχισης Φαραγγιών – κοινώς Canyoning- όπου γίνεται κατάβαση ενός φαραγγιού ακολουθώντας την πορεία των υδάτων και προσπερνώντας κάθε εμπόδιο με τεχνικά μέσα, περιέχει ορειβασία, αναρρίχηση, σπηλαιολογία και κολύμβηση. Το Canyoning γνώρισε μεγάλη άνοδο τις τελευταίες δεκαετίες. Ξεκίνησε το 1888 στη Γαλλία, ενώ στη χώρα μας η πρώτη κατάβαση καταγράφεται στα τέλη της δεκαετίας του ’20 στην Πάρνηθα και συγκεκριμένα στο φαράγγι της Γκούρας, από ομάδα σπηλαιολόγων με επικεφαλής την Άννα Πετροχείλου. Τη δεκαετία του ’80 Γάλλοι σπηλαιολόγοι εξερευνούν και αποτυπώνουν, σε διάφορες εργασίες, σε Γαλλικά βιβλία και περιοδικά, φαράγγια της Κρήτης και της Ηπείρου, ενώ οι πρώτοι Έλληνες ορειβάτες οργανώνουν τις πρώτες καταβάσεις φαραγγιών ανά την Ελλάδα. Το 1999 πραγματοποιείται η πρώτη οργανωμένη σχολή οδηγών Canyoning από Γάλλους εκπαιδευτές, από την οποία θα ξεχωρίσει ο Γιώργος Ανδρέου και ο οποίος θα συμβάλει καταλυτικά στην ανάπτυξη του αθλήματος στην Ελλάδα και στην εξάπλωσή του μέσα από τους σπηλαιολογικούς και ορειβατικούς συλλόγους.
Γεωλογία περιοχής Στεφανίου
Η ορεινή ζώνη του Στεφανίου σχηματίζει τις βόρειες απολήξεις του ορεινού συγκροτήματος Αραχναίου, με κύριο γνώρισμα την επικράτηση ασβεστολιθικών πετρωμάτων που διαμορφώνουν το χαρακτηριστικό ισχυρό ανάγλυφο του τοπίου. Πρόκειται για ασβεστόλιθους ηλικίας Μέσου Τριαδικού-Κατώτερου Ιουρασικού (228-175 εκατ. χρόνια) και Μέσου Ιουρασικού (161 εκατ. χρόνια). Η ορεινή αυτή μάζα που εκτείνεται από τα Δερβενάκια ως το Σαρωνικό κόλπο, διαμορφώθηκε από τη δράση των μεγάλων ρηξιγενών ζωνών. Η Ψηλή Ράχη με υψόμετρο 1079μ. αποτελεί το ψηλότερο σημείο. Ακολουθούν το Γκαλγκούνι (999μ.), τα Γούπατα (960μ.) και ο Δαφνιάς (853μ).
Η ισχυρή τεκτονική καταπόνηση του ορεινού όγκου του Αραχναίου και κυρίως ο μεγάλος αριθμός ρηγμάτων με γενική διεύθυνση Α-Δ, διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του υδρογεωλογικού καθεστώτος της περιοχής. Μέσω των ρηγμάτων αυτών διακινούνται υπογείως σημαντικές ποσότητες νερού προερχόμενες από τις πλούσιες κατεισδύσεις στη μάζα των ασβεστόλιθων, οι οποίες εκφορτίζονται με τη μορφή υφάλμυρων παράκτιων ή υποθαλάσσιων πηγών κατά μήκος των ακτών του Σαρωνικού.
Το υδρογραφικό δίκτυο της ορεινής ζώνης του Στεφανίου αποστραγγίζει τα επιφανειακά νερά είτε προς τον Κορινθιακό κόλπο, είτε προς την πλευρά της Αργολίδας. Οι χείμαρροι της περιοχής έχουν σήμερα ροή κυρίως τους χειμερινούς μήνες και ιδιαίτερα μετά από έντονες και μεγάλης διάρκειας βροχοπτώσεις. Ο μεγαλύτερος χείμαρρος θεωρείται το ρέμα της Κλεισούρας Αγιονορίου με κατεύθυνση προς τον Κορινθιακό.
Ακολουθούν μικρότερα με κατεύθυνση την Αργολίδα με γνωστότερο το ρέμα του Κεφαλαρίου που έχει ταυτιστεί από ιστορικούς και αρχαιολόγους με τον αρχαίο Αστερίωνα και το οποίο τροφοδοτείται από τις καρστικές πηγές της Ψηλής Ράχης. Η κοίτη του έχει συνολικό μήκος 9 χλμ περίπου και η ομώνυμη κοιλάδα του είναι από τις πιο εύφορες της περιοχής. Ειδικά στη τοποθεσία Στραγκολίμνα (Φραγκόλιμνα) αναπτύσσεται υπόγεια υδροφορία με ικανοποιητική επανατροφοδοσία λόγω των βροχοπτώσεων, εξαιτίας του συστήματος των κροκαλοπαγών. Τέλη του 19ου αιώνα/ αρχές του 20ου λειτουργούσαν κατά μήκος του Αστερίωνα 10 νερόμυλοι.
Στη δυτική πλαγιά του Αστερίωνα υπάρχει τοποθεσία με βάραθρο στο οποίο οι Στεφανιώτες αναφέρονται με το τοπωνύμιο «Χάος», γεγονός που παραπέμπει στον πανάρχαιο μύθο της δημιουργίας.
Ο γεωγράφος και ιστορικός του 19ου αιώνα Αντώνης Μηλιαράκης, στο έργο του «Γεωγραφία Πολιτική, Νέα και Αρχαία του νομού Αργολίδος και Κορινθίας, Αθήναι 1886», περιγράφει την κοιλάδα του Στεφανίου ως «μικράν κλειστήν πεδιάδα υδρηλήν». Τα νερά αυτά οφείλονταν στην «υπερχείλιση» των υδροφόρων στρωμάτων και συγκεκριμένα της φρεάτιου υδροφορίας που αναπτύσσεται στα μαργαϊκά στρώματα της μικρής, ορεινής αυτής λεκάνης. Η επιφανειακή απορροή των υδάτων αυτών γινόταν ανέκαθεν κυρίως μέσω δύο ρεμάτων: Του ρέματος «Βερβίσια» και του ρέματος του «Ταξιάρχη». Σε αντίθεση με τον Αστερίωνα, του οποίου η κοίτη κατηφορίζει σχετικά ομαλά ως τον κάμπο της Προσύμνης, οι δύο αυτοί χείμαρροι σχημάτισαν στο πέρασμα των χιλιετιών δύο απρόσμενα φαράγγια, στην προσπάθειά τους να διέλθουν ανάμεσα από τους βραχώδεις όγκους.
Η ανακάλυψή τους
Τον Δεκέμβριο του 2011, ο Γιάννης Φαρσαράκης, μέλος του Ορειβατικού Συλλόγου Λουτρακίου και του ΕΟΣ Κορίνθου, αλλά και χρόνια φίλος του Πολιτιστικού Συλλόγου Στεφανίου και γνώστης της περιοχής, αποφάσισε να εξερευνήσει την πληροφορία για έναν μεγάλο καταρράχτη κοντά στο Στεφάνι. Μετά από αυτοψία από ψηλά, διαπίστωσε ότι το ρέμα Βερβίσια παρουσίαζε ενδιαφέρον. Δύο μέρες μετά, στις 28.12.2011, με τετραμελή ομάδα στην οποία συμμετείχε και ο πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου και παλιός ορειβάτης Αντώνης Παπαντωνίου, ξεκίνησε την εξερεύνησή του ανακαλύπτοντας τους μεγάλους καταρράκτες του. Η εξερεύνηση δημοσιεύτηκε σε φόρουμ του Canyoning στο διαδίκτυο και το Φαράγγι ονομάστηκε «Φαράγγι Στεφανίου». Λίγες εβδομάδες αργότερα, στις 22.01.2012, ακολούθησε η εξερεύνηση του ρέματος του «Ταξιάρχη».
Ρέμα Βερβίσια (Φαράγγι Στεφανίου)
Το τοπωνύμιο είναι πιθανόν σλαβικής προέλευσης και παραπέμπει σε τόπο με Ιτιές (verba ή virba > ιτιά) και συνάμα σε άφθονα τρεχούμενα νερά. Στους χάρτες της Γ.Υ.Σ. το ρέμα αναφέρεται λανθασμένα ως «Δερβίσια». Τα νερά του αναβλύζουν κοντά στον οικισμό του Στεφανίου σε υψόμετρο 770μ. όπου βρίσκεται χτισμένη η πέτρινη βρύση «Πηγαδάκι», η οποία χρονολογείται από τις αρχές του 20ου αιώνα και απ’ όπου υδρευόταν τα παλιά τα χρόνια το χωριό. Λίγο παρακάτω συναντάει κανείς τα ερείπια του Μύλου του Φούντα που ήταν σε λειτουργία τον 19ο αι. Η κοίτη κατηφορίζει ομαλά για 1,8 χλμ περίπου με κατεύθυνση ΝΑ. έως τη συμβολή με ρυάκι που έρχεται από το Αγιονόρι. Στη συνέχεια κατευθύνεται Ν σε ανοικτό ρέμα με μικρές βάθρες και με κατεύθυνση προς την Προσύμνη (Μπερμπάτι).
Ανάμεσα στα υψώματα Λάκκος και Κονίσελο, η κοίτη εξαφανίζεται σε απρόσιτη φυσική χαράδρα υψομετρικής διαφοράς 150 περίπου μέτρων ενώ τα απότομα βράχια φτάνουν σε ύψος τα 80 μ. Η διάσχιση του φαραγγιού είναι αδύνατη χωρίς ειδικό εξοπλισμό και εξειδικευμένες γνώσεις, αφού η κατάβαση γίνεται με άλματα και τσουλήθρες που καταλήγουν σε κρύες βάθρες, κατηφορικές τραβέρσες και ραπέλ με σχοινιά. Εκτός από μικρές σχετικά καταβάσεις μερικών μέτρων σχηματίζονται 4 καταρράκτες ύψους 21, 36, 22 και 30 μέτρων. Ο τελευταίος καταρράκτης καταλήγει σε πεντάμετρη βάθρα «παγίδα» η οποία χρειάζεται εναέρια τραβέρσα για να ξεπεραστεί. Στη συνέχεια το ρέμα γίνεται πάλι ομαλό, ανοίγει και ξανακλείνει σχηματίζοντας μια βάθρα την οποία πρέπει να διασχίσει κανείς κολυμπώντας για να βγει και να κατηφορίσει προς την Προσύμνη. Μετά από 1,5 περίπου χιλιόμετρα το ρέμα ενώνεται με το ρέμα του Ταξιάρχη και 3,5 χλμ παρακάτω με το ρέμα του Αστερίωνα για να χαθούν προς τον Αργολικό κάμπο μέσω της Κλεισούρας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η αρχαία Κοντοπορεία οδός, το συντομότερο ορεινό πέρασμα που ενώνει την Κορινθία με το εσωτερικό της Πελοποννήσου από την αρχαιότητα, ακολουθεί το φαράγγι και σε μερικά σημεία βρίσκεται ακριβώς πάνω από τη χαράδρα.
Η διάσχιση του φαραγγιού από το σημείο της συμβολής με το ρυάκι από Αγιονόρι ως την βάθρα πριν τη Προσύμνη διαρκεί περίπου 2 ώρες.
Ρέμα Ταξιάρχη
Το τοπωνύμιο οφείλεται στη Μονή Ταξιάρχη Μιχαήλ που χρονολογείται από το 12ο αιώνα και της οποίας ο καθολικός ναός σώζεται μέχρι σήμερα σε απόκρημνο μέρος εντός της ρεματιάς με αξιόλογες τοιχογραφίες του 1565 μ.Χ. Το ρέμα του Ταξιάρχη συγκεντρώνει τα νερά που κατηφορίζουν από το Κοντίτο, το Ρυάκι και τη Λάκκα και σμίγουν με τα νερά του Μεγαλοβάσαγα. Κοντά στη συμβολή με το Μεγαλοβάσαγα λειτουργούσε μέχρι το 1961 ο νερόμυλος των Παπαντωναίων που είχε χτιστεί το 1907, ενώ χαμηλότερα, στη θέση «Λακκούλες στο Ρέμα» υπάρχουν τα χαλάσματα κρέμασης που αποδίδεται σε παλιό μύλο της Μονής Στεφανίου που λειτουργούσε επί Τουρκοκρατίας.
Η είσοδος στο Φαράγγι του Ταξιάρχη γίνεται από μονοπάτι που κατηφορίζει στην κοίτη από την Παλιά Μονή. Μετά από 250 μ. περίπου, λίγο πιο κάτω από τη «Σπηλιά του Μακαρίου», συναντάμε τη πρώτη κατάβαση. Συνεχίζοντας συναντάει κανείς αρκετές μικρές σχετικά καταβάσεις που χρειάζονται σχοινί με τη μεγαλύτερη να φτάνει τα 12 μέτρα ύψος. Το φαράγγι χαρακτηρίζεται από τα πολλά στενά τμήματα και τις πολλές βαθιές βάθρες, με αποτέλεσμα η διάσχιση του να γίνεται με άλματα, τσουλήθρες και πολύ κολύμπι. Λίγο πριν την έξοδό του συναντάμε το «Τουρκογέφυρο», πέτρινο γεφύρι που χρονολογείται από την εποχή της Τουρκοκρατίας και απ’ όπου περνούσε ημιονική οδός η οποία ήταν σε χρήση μέχρι πριν λίγες δεκαετίες. Από το γεφύρι αυτό πέρασε και ότι απέμεινε από τη στρατιά του Δράμαλη στις 28 Ιουλίου 1822, στην ύστατη προσπάθειά της να καταφύγει προς την Κόρινθο. Οι δυνάμεις των Νικηταρά και Παπαφλέσσα, όμως, την περίμεναν στα υψώματα του Στεφανίου και στην Κλεισούρα του Αγιονορίου όπου και ολοκληρώθηκε η καταστροφή της.
Το συνολικό μήκος του φαραγγιού του Ταξιάρχη είναι 1.700 μέτρα και η υψομετρική διαφορά 150 μ. Για τη διάσχισή του χρειάζονται περίπου 2,5 ώρες.
Σημείωση
Η πρόσβαση στα φαράγγια είναι εφικτή μόνο με τη συνοδεία έμπειρων οδηγών και ειδικό εξοπλισμό. Όσοι ενδιαφέρονται να ζήσουν την εμπειρία, μπορούν να επικοινωνήσουν για πληροφορίες με τον Ορειβατικό Σύλλογο Λουτρακίου.
Εξερεύνηση Φαραγγιών/Φωτογραφίες: Γιάννης Φαρσαράκης
Κείμενο: Patricia van der Wal