Οι Μυκήνες περιβάλλονται με τα μοναδικά ίχνη ενός αρχαίου οδικού δικτύου που συνέδεε την ακρόπολη με την ενδοχώρα προς Βορρά και τα λιμάνια που επικοινωνούσαν με το Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Σήμερα αυτοί οι δρόμοι αποτελούν το καλύτερο διατηρημένο οδικό δίκτυο της εποχής και σε συνδυασμό με το επιβλητικό ορεινό και βραχώδες περιβάλλον που παραμένει αναλλοίωτο ως προς τις γεωργικές καλλιέργειες και τη κτηνοτροφία, συνθέτουν ένα μοναδικό πολιτιστικό και φυσικό τοπίο.
Ιστορία
Τον 13ο αι. π.Χ., οι Μυκήνες ήταν έδρα ενός πολύπλοκου οικονομικού και διοικητικού οργανισμού που βασιζόταν σε εμπορικές συναλλαγές με τα αντίστοιχα κέντρα της Μεσογείου και χάρη στη γεωγραφική τους θέση στο βόρειο μυχό του Αργολικού κάμπου, εξουσίαζαν τις χερσαίες επικοινωνίες. Οι Μυκηναίοι διαφέντευαν τα μεγάλα εδάφη τους με την βοήθεια ενός ιδιαίτερα περίπλοκου γραφειοκρατικού συστήματος που στηριζόταν στις γρήγορες και ασφαλείς επικοινωνίες. Το άλογο ως ζώο έλξης μπροστά στο άρμα– οι Μυκηναίοι δεν ιππεύανε τα άλογα λόγω του μικρού αναστήματος των ζώων- ήταν το κύριο μέσον γρήγορης μεταφοράς της εποχής. Το κακοτράχαλο έδαφος της περιοχής δεν ευνοούσε όμως τη διέλευση αρμάτων. Έτσι στα μέσα του 13ου αι. π.Χ. οι Μυκηναίοι προχώρησαν στην δαπανηρή κατασκευή ενός άριστα επιμελημένου οδικού δικτύου με αφετηρία την Πύλη των Λεόντων.
Οι δρόμοι κατασκευάστηκαν λίγο πριν τις εκτεταμένες καταστροφές των μυκηναϊκών ανακτόρων και οικισμών και την κατάρρευση του μυκηναϊκού πολιτισμού, και έτσι πιστεύεται πως αποτελούσαν μέρος ενός ευρύτερου δικτύου ελέγχου και άμυνας. Κατά πρώτον, εξασφάλιζε την γρήγορη επικοινωνία με τις μικρές ανεξάρτητες συστάδες σπιτιών των γεωργών και κτηνοτρόφων της περιοχής, που προμήθευαν την πρώτη ύλη για τα προϊόντα που αντάλλαζαν στα διάφορα λιμάνια της Μεσογείου με χαλκό, χρυσό και ελεφαντόδοντο. Κατά δεύτερον, ο δρόμοι καθιστούσαν δυνατή την γρήγορη αποστολή και ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων για την σφράγιση των φυσικών περασμάτων προς το εσωτερικό της Πελοποννήσου αλλά και την ενίσχυση καίριων αμυντικών θέσεων όπως του αναλημματικού τοίχου στον Ισθμό. Το γεγονός ότι η κατασκευή του οδικού δικτύου προς Βορρά συνέπεσε χρονικά με την ενίσχυση και προέκταση των τειχών της ακροπόλεως των Μυκηνών, αλλά και με το άνοιγμα της Περσείας Κρήνης για την εξασφάλιση πόσιμου νερού σε περίπτωση πολιορκίας ενισχύει τη θεωρία ότι οι Μυκηναίοι προετοιμάζονταν για μια επικείμενη απειλή προερχόμενη από τον Βορρά.
Παρόμοια μέτρα ελήφθησαν την ίδια εποχή και σε άλλα σημαντικά μυκηναϊκά κέντρα όπως την Τίρυνθα, την Αθήνα, την Πύλο, τη Θήβα, τον Ορχομενό.
Τρόπος κατασκευής
Οι δρόμοι ήταν περίπλοκης κατασκευής, ειδικά σχεδιασμένοι για να χρησιμοποιούνται κυρίως από ελαφριά και γρήγορα άρματα. Τα υπολείμματα των δρόμων βρίσκονται στρωμένα ακριβώς πάνω στο εκτεθειμένο βραχώδες υπόστρωμα. Οι αμαξιτοί αυτοί δρόμοι στηρίζονταν σε αναλημματικούς τοίχους από τοπικό ασβεστόλιθο, κομμένο πρόχειρα σε ογκόλιθους κυκλώπειων διαστάσεων που έφταναν σε ύψος και τα 5 μέτρα. Αυτοί οι τοίχοι αντιστήριξης, διακοπτόμενοι κατά διαστήματα από στόμια οχετών με τη μορφή της υπέρθυρης δοκού και γεφύρια για την διευκόλυνση της απορροής των όμβριων υδάτων, συγκρατούσαν το γέμισμα των δρόμων στις πολυάριθμες βουνοπλαγιές που ακολουθούσαν με τέτοιο τρόπο ώστε να αποφεύγονται οι απότομες κλίσεις. Το κατάστρωμα της οδοποιίας μέσου πλάτους 2,50 μ. περίπου, ήταν χαλικόστρωτο προκειμένου να αναπτυχθούν μεγάλες και σταθερές ταχύτητες. Το πιο πιθανόν είναι οι εξωτερικοί τοίχοι αντιστήριξης να ήταν υψηλότεροι από το οδόστρωμα- κυρίως πάνω στις γέφυρες και στις απότομες κλίσεις των βουνοπλαγιών- για λόγους ασφαλείας ώστε να αποφευχθούν τυχών τραυματισμοί στα εκπαιδευμένα άλογα. Ο
καλός χειρισμός των αλόγων από τον οδηγό ήταν συνεπώς προϋπόθεση για την γρήγορη και ασφαλή διέλευση. Στα περισσότερα σημεία των δρόμων ο καλπασμός πρέπει να ήταν μάλλον απαγορευτικός, αλλά ένα γρήγορο και ελεγχόμενο τροχάδην επέτρεπε μια αρκετά γρήγορη μετακίνηση για τα δεδομένα της εποχής. Και οι Μυκηναίοι είχαν τον εξοπλισμό (ηνία, χαλινάρια και παρωπίδες) για να ελέγχουν επαρκώς την συμπεριφορά των αλόγων τους μπροστά στα άρματα.
Η ανακάλυψη των δρόμων
Το 1884 ο Γερμανός λοχαγός Bernhard Steffen ο οποίος τοπογράφησε την περιοχή των Μυκηνών και εξέδωσε τους «Χάρτες των Μυκηνών», επισήμανε για πρώτη φορά τμήματα δύο κύριων δρόμων που οδηγούσαν ανατολικά της ακροπόλεως, ενώ η νεότερη έρευνα πρόσθεσε αποσπασματικά τα ίχνη άλλων δρόμων. Οι Αρχαιολόγοι συμπεραίνουν ότι οι βασικές αρτηρίες ήταν τέσσερις. Τρεις από αυτές οδηγούσαν Βόρεια, προς διάφορες περιοχές της Νότιας Κορινθίας μέσω των περασμάτων του Τρητού (Δερβενάκια), του Μαυρονερίου (Αγίου Βασιλείου) και της Κοντοπορείας (Κλεισούρα Αγιονορίου), ενώ ο τέταρτος συνέδεε τις Mυκήνες με τη Mιδέα και την Tίρυνθα. Οι δρόμοι αυτοί είχαν πολλαπλές διακλαδώσεις.
Οι Δρόμοι
Ο σήμερα καλύτερα διατηρημένος δρόμος (Μ.Δ.1) που παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον λόγο της καλής κατάστασης στην οποία διατηρείται, ακολουθεί μετά την Πύλη των Λεόντων αρχικά την βόρεια πλαγιά του λόφου της ακροπόλεως, για να κατευθυνθεί στη συνέχεια ανατολικά ακολουθώντας την χαράδρα του Χάβου. Διασχίζει τη διατηρημένη γέφυρα της Δρακονέρας και ανεβαίνει στη συνέχεια στο διάσελο ανάμεσα στο Κοντοβούνι και το Δελόκορμο προς την κοιλάδα της Πρόσυμνας. Συνεχίζει κατά μήκος της νότιας πλαγιάς του Κοντοβουνίου και διασχίζει την καλά διατηρημένη κυκλώπεια γέφυρα του Λυκοτρούπι για να ανέβει στη συνέχεια με μια ελαφριά και σταθερή κλίση αρχικά ΝΑ και έπειτα ΒΑ προς τη κοιλάδα του Κεφαλαρίου Στεφανίου, ακολουθώντας τις πλαγιές της δυτικής όχθης του Αστεριώνα. Σε τοποθεσία κοντά σε παλιό ξερόμυλο της Μονής Στεφανίου εντοπίστηκε δεύτερη γέφυρα και στη τοποθεσία «Λιμνιάτη» συναντάει κανείς τα υπολείμματα εντυπωσιακών αναλημματικών τειχών ύψους 3-4 μέτρων που στηρίζουν την οδό. Αν και ο δρόμος έχει κατά διαστήματα διαβρωθεί ή καλυφθεί από πυκνή βλάστηση, η πορεία του ακολουθείται σχετικά εύκολα για αρκετά χιλιόμετρα μέχρι το ύψος του Νερόμυλου των Ριζογιαννέων, ο οποίος σώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση στην απέναντι όχθη του ρέματος, αποτελώντας σπάνιο κειμήλιο της προβιομηχανικής εποχής. Λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο βόρεια βρίσκονται τα κυκλώπεια τείχη ενός σημείου φρούρησης που ο Έλληνας αρχαιολόγος Γεώργιος Μυλωνάς ονόμασε «Νεροφυλάκιο», μιας και δείχνει να φρουρεί τις πηγές του Αστερίωνα. Στο σημείο αυτό έχουν βρεθεί τάφοι καθώς και αντικείμενα και κατάλοιπα ενός κτηρίου που αποδόθηκε σε ναό του Απόλλωνος Σμινθέα.
Η περιοχή του Νεροφυλάκιου μοιάζει να ήταν κομβικό σημείο, αφού ο Μυκηναϊκός Δρόμος 1 διασταυρώνεται με τον δεύτερο δρόμο (Μ.Δ.2) που, προερχόμενος από τη ΒΔ πλαγιά του Προφήτη Ηλία, διασχίζει τη κοιλάδα του Κεφαλαρίου από Δυτικά. Στη περιοχή διασώζεται και το παλιό τοπωνύμιο «Δίστρατα». Σήμερα ο δεύτερος δρόμος αυτός έχει σκεπαστεί σε μεγάλο μέρος από τον σύγχρονο χωματόδρομο που ενώνει τα χωριά Στεφάνι και Μυκήνες. Σε μερικά σημεία έχουν διασωθεί ωστόσο οι αυλακώσεις από τους τροχούς των αρμάτων πάνω στο βράχο.
Μια από τις δύο οδούς συνέχιζε προς τα Β προς το πέρασμα του Μαυρονερίου (Χούνη), όπου σε επικείμενο λόφο σώζονται τα υπολείμματα ενός Μυκηναϊκού οχυρού, και κατέβαινε προς την πεδιάδα των Κλεωνών. Η άλλη οδός συνέχιζε προς το Στεφάνι και την Κοντοπορεία Οδό (Κλεισούρα Αγιονορίου). Τα υπολείμματα ενός λιθόστρωτου δρόμου που ανακατασκευάστηκε την δεκαετία του ’50 από τους Στεφανιώτες και στηρίζεται σε αναλημματικούς τοίχους σώζονται ακόμα και σήμερα δίπλα στον σύγχρονο ασφαλτόδρομο.
Τα ίχνη του τρίτου δρόμου (Μ.Δ.3) ακολουθούνται για περίπου 2 χλμ. Β της ακρόπολης των Μυκηνών με κατεύθυνση το πέρασμα του Τρητού (Δερβενάκια) και συνέδεε τις Μυκήνες με τις Αρχαίες Κλεωνές και Ζυγουριές αλλά και το σημαντικό λιμάνι του Κοράκου στον Κορινθιακό κόλπο. Ο δρόμος αυτός θεωρείται ότι ήταν ο κύριος δρόμος από τις Μυκήνες προς την Κορινθία λόγω της ομαλής κλίσης του.
Ο τέταρτος δρόμος (Μ.Δ.4) ήταν ο βασικός άξονας επικοινωνίας με την Τίρυνθα και την υπόλοιπη Αργολίδα. Το σημαντικότερο κατάλοιπο του είναι η κολοβωμένη οδογέφυρα πάνω από τον Xάβο. Το 1962 παρατηρήθηκαν βορειότερα τα λείψανα μιας παρόμοιας κατασκευής από κυκλώπειους ογκολίθους από τους οποίους όμως κανείς δεν έχει μείνει σήμερα στη θέσητου.
Ανάδειξη & Προστασία
Η ανάδειξη από την αφάνεια και η προβολή των Μυκηναϊκών Δρόμων μέσω της προώθησης του πεζοπορικού τουρισμού στην περιοχή, ξεκίνησε με πρωτοβουλία του καθηγητή Φυσικής στο γυμνάσιο της Πρόσυμνας Παναγιώτη Ψύχα, ο οποίος συνεχίζει μέχρι σήμερα τη δράση του μέσω του Συλλόγου «Οι Φίλοι των Μυκηνών και του Μυκηναϊκού Πολιτισμού». Υιοθετήθηκε τα τελευταία χρόνια από τον Μορφωτικό & Εκπολιτιστικό Σύλλογο Στεφανίου Κορινθίας με επίγνωση της ευθύνης που έχει να διατηρήσει, να προστατέψει και να παραδώσει στις επόμενες γενιές αυτή την ανεκτίμητη πολιτιστική κληρονομιά του τόπου.
Κείμενο-έρευνα: Patricia van der Wal
Βιβλιογραφία:
Bronze Age Highways at Mycenae, Anton Jansen, Echos du Monde Classique 1997
The Mycenaean Highways, Richard Hope Simpson, Echos du Monde Classique 1998
B.Wells, C.Runnels and E.Zangger, «The Berbati-Limnes Archaeological Survey. The 1980
season», OpAth 18,1990,207-238