Επιχείρηση εξόντωσης θηραμάτων
του Ανδρέα Σ. Μαντζαγρή
Πριν το ’60, σχεδόν όλες οι οικογένειες του Στεφανίου είχαν σαν κύριο επάγγελμα την κτηνοτροφία. Μέχρι και τη δεκαετία του ’40 στα ατέλειωτα βουνά του χωριού, υπήρχαν λύκοι και τσακάλια. Οι επιθέσεις που έκαναν σε απροστάτευτα κοπάδια, είχαν σαν αποτέλεσμα τον πνιγμό μεγάλου αριθμού αιγοπροβάτων, με συνέπεια την ανεπανόρθωτη καταστροφή της στάνης. Γι’ αυτό το λόγο, οι τσοπάνηδες έπρεπε να πάρουν μέτρα προστασίας των κοπαδιών τους από τους επίδοξους εισβολείς.
Τα τσοπανόσκυλα που συνόδευαν το κοπάδι, δεν μπορούσαν να αντισταθούν όλες τις φορές στις πεινασμένες αγέλες των λύκων, γιατί τα ίδια αποτελούσαν τον πρώτο στόχο. Τα αγρίμια τραυμάτιζαν τα σκυλιά και στη συνέχεια δρούσαν ανενόχλητα, χωρίς σταματημό.
Όταν ο τσοπάνης αντιλαμβανότανε ότι ο λύκος πλησιάζει, άρχιζε να φωνάζει δυνατά (να “χουγιάζει” το λύκο), αν είχε όπλο πυροβολούσε ή άναβε φωτιές. Γενικά δημιουργούσε θόρυβο για να αποτρέψει την επίθεση. Η εξόντωση όμως των επικίνδυνων αγριμιών επιτυγχάνονταν με οργανωμένη επιχείρηση απ’ όλο το χωριό.
Οι “ειδικοί” αφού έκαναν την αναγνώριση του χώρου που πιθανόν να βρίσκεται το αγρίμι και ρύθμισαν και τις τελευταίες λεπτομέρειες όριζαν την ημέρα της επίθεσης.
Η καμπάνα καλούσε τους κατοίκους του χωριού, που θα έπαιρναν μέρος στην επιχείρηση και μπορούσαν να προσφέρουν με οποιοδήποτε τρόπο. Συνήθως συγκεντρώνονταν στ’ “Αλώνια” και χωρίζονταν σε δύο ομάδες: στους ένοπλους “Καρτέρι” και στην “Παγάνα”.
Οι ένοπλοι αφού είχαν ετοιμάσει τα φυσεκλίκια τους και τα μονόβολα, έφευγαν πρώτοι και έπαιρναν θέσεις σε επιλεγμένα σημεία. Ήταν τα λεγόμενα “Περάσματα” που ενδεχομένως κινούνταν το θήραμα, δημιουργούσαν δηλαδή μια γραμμή πυρός και περίμεναν το λύκο. Αυτή την αποστολή είχε το “Καρτέρι”.
Η “Παγάνα” έπαιρνε θέσεις στη περιοχή πίσω από το “Καρτέρι”, σε ημικυκλικό σχήμα. Όταν δινόταν το σύνθημα άρχιζαν όλοι να φωνάζουν, να κτυπούν νταούλια, κουδούνια, τενεκέδες, τροκάνια και οποιοδήποτε αντικείμενο μπορούσε να προξενήσει θόρυβο. Στη συνέχεια άρχιζαν να συγκλίνουν προς το κέντρο της γραμμής πυρός, που είχε δημιουργηθεί προηγουμένως από τους ενόπλους (Καρτέρι), με αποτέλεσμα να παρασύρουν το λύκο στην ενέδρα. Άν όλα πήγαιναν καλά και ο σκοπευτής, που βρισκόταν πιο κοντά στο θήραμα ήταν εύστοχος, η επιχείρηση στεφόταν με επιτυχία.
Στη συνέχεια άρχιζε το πανηγύρι. Επέστρεφαν στο χωριό και γλεντούσαν την επιτυχία τους. Οι πρωταγωνιστές αφού έγδερναν το λύκο, έπαιρναν το δέρμα παραμάσκαλα και περνούσαν το χωριό σπίτι, σπίτι. Το έπαθλο τους από τους νοικοκυραίους του χωριού ήταν ως συνήθως αυγά.
Οι παλαιότεροι διηγούνται διάφορες ιστορίες και ευτράπελα σχετικά με τα παραπάνω. Χρονολογικά αναφερόμαστε γύρο στο 1900:
Ο Βαγγέλης ο Ριζόγιαννης (Φουκάς) λένε, είχε σκοτώσει πάνω από έξι λύκους και πιο πίσω γύρο στους πέντε, έρχονταν ο Αντώνης ο Παπαντωνίου (Κουναβάς).
Σε κάποια επιχείρηση περίσσευε ένα όπλο, αφού το γέμισε ο Κουναβάς με το Μορφονιό- και μάλιστα έριξαν μπαρούτι με τη χούφτα-, ο κλήρος έπεσε να το πάρει ο Θύμιος ο Ριζόγιαννης (Γάτσιος), ο οποίος δεν είχε ξαναπιάσει όπλο στα χέρια του. Αφού πήρε τις σχετικές οδηγίες και τον ενεθάρρυναν οι πιο έμπειροι, πήρε θέση βολής στο καρτέρι δίπλα στο Κουναβά. Ο Θύμιος περίμενε καρτερικά και θεώρησε σκόπιμο να κάνει και τη σωματική του ανάγκη. Ξαφνικά ακούει το διπλανό του να του φωνάζει “Θύμιο! Έρχεται! Ρίχτου!”. Ο Γάτσιος έντρομος με τα παντελόνια κατεβασμένα πετάγεται σαν ελατήριο, κλείνει τα μάτια και πατάει τη σκανδάλη. Ο λύκος εκείνη τη στιγμή έδινε άλμα για να περάσει μια κουμαριά, οπότε η βολή του Θύμιου το βρήκε στον αέρα και τον ξάπλωσε κάτω. Η συνέχεια δεν περιγράφεται…Ο Γάτσιος βέβαια έγινε ήρωας.
Παρόμοιο αλλά ατυχές περιστατικό συνέβη και με τον Ανδρέα το Ματζαγρή (Κατσιμαντρά) ατζαμής και αυτός με τα όπλα, είχε λάβει θέση βολής στο “Καρτέρι”. Ξαφνικά μόλις αντίκρισε το λύκο να έρχεται κατά πάνω του τον έπιασε κρύος ιδρώτας, του έφυγε το όπλο από τα χέρια και φυσικά ο λύκος πέρασε ανενόχλητος. Στη συνέχεια όμως έπρεπε να δώσει εξηγήσεις:
– “Ρε Αντρέα, γιατί δεν του ‘ριξες;”
– “Τι να του ρίξω ρε παιδιά…Δεύτερος χάρος! Μια γλώσσα- να! Έφθανε μέχρι κάτου…”