Πριν την εμφάνιση των αγροτικών μηχανών και αυτοκινήτων στο Στεφάνι, οι μεταφορές της γεωργικής παραγωγής και των ίδιων τον ανθρώπων γίνονταν αποκλειστικά και μόνο με υποζύγια, άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια. Για αυτό το σκοπό τα ζώα αυτά έπρεπε να εξοπλιστούν με την κατάλληλη σαγή που θα μοίραζε και θα μετέφερε ομαλά στις πλάτες τους το βάρος και τις δυνάμεις του φορτίου που συχνά ξεπερνούσε τα 100 κιλά. Αυτό το έκανε το σαμάρι. Κάθε ζώο είχε σαμάρι φτιαγμένο στα μέτρα του και για να εφαρμόζει τέλεια και για να σαμαρωθεί έπρεπε να είχε κλείσει τουλάχιστον τα 4 χρόνια της ηλικίας του. Ένα καλό σαμάρι μπορούσε να κρατήσει πάνω από 15 χρόνια. Συνήθως τα υποζύγια κουβαλούσαν το ίδιο σαμάρι μια ολόκληρη ζωή.
Η κατασκευή του Σαμαριού
Το Σαμάρι αποτελείται από δύο πιστάρια, το μπροστινό “μπροστάρι” και το πισινό “πιστάρι”. Για να ενωθούν τα δύο πιστάρια χρειάζονται έξι παΐδες, τις λεγόμενες σαμαροπαΐδες. Οι δύο επάνω παΐδες, δηλαδή εκεί που κάθεται ο άνθρωπος έχουν σχήμα οβάλ, δηλαδή μια σχετική καμπή. Οι δε άλλες τέσσερες έχουν ελάχιστη καμπή, αναλόγως τα πλευρά του ζώου, του όγκου του σώματος του. Γι’ αυτό και το πιστάρι είναι εντελώς διαφορετικό από το μπροστάρι. Ενώ το μπροστάρι πέφτει στις αρχές του σβέρκου και πριν τις ωμοπλάτες του υποζυγίου, το πιστάρι, που έχει διπλό άνοιγμα, πέφτει στο κορμί του ζώου λίγο πιο μπροστά από τα καπούλια.
Τα ξύλα από τα οποία κατασκευάζεται το σαμάρι είναι πάντα σκληρά από πλατάνι, μουριά ή οξυά. Το μπροστάρι ξεκινά με δύο ταμπλάδες ημικύκλιους επάνω, ενώ στο κάτω μέρος καταλήγει το ένα πόδι. Ομοίως και το απέναντι, και τέλος ενώνονται με καμβίλιες πάντα μυτερές και από τα δύο μέρη σιδερένιες, που σφηνώνουν τους δυο ταμπλάδες και γίνεται το μπροστάρι. Το επάνω μέρος, πριν από τον κύκλο του μπροσταριού, χαράσσεται σε σχετικό βάθος, για να περάσουν οι επάνω παΐδες, ενώ προς τα κάτω γίνονται από τέσσερες τρύπες παραλληλόγραμμες για να περάσουν οι κάτω παΐδες.
Αυτές οι τρύπες είναι λοξά τρυπημένες, αναλόγως την κλίση που έχει το σαμάρι. Οι τρύπες αυτές γίνονται (σκαμμένες) με την σμίλα σε τέλειο σχήμα, ούτως ώστε οι παΐδες να περνούν εφαρμοστές. Στο μπροστάρι περνούν μπροστά στη φάτσα δύο στεφάνια για ενίσχυσή του μα και για διακόσμηση.
Ανάμεσα στις επάνω παΐδες, που προεξέχουν, περνούν το μπροστινό κολιτσάκι, που είναι μια λάμα με δύο γυριστά στρόγγυλα σίδερα σαν τσιγκέλι, όχι όμως μυτερά μπροστά, φτιαγμένο από σίδερα (γύφτο) στο καμίνι. Το κολιτσάκι αυτό έχει διαστάσεις 15 έως 20 πόντους με δύο τρύπες που περνούν καρόβιδες και το στηρίζουν επάνω στο μπροστάρι.
Το πιστάρι έχει εντελώς διαφορετική μορφή από το μπροστάρι. Το ένα τεμάχιο είναι τρυπημένο σε λοξό σχήμα και μέσα στην τρύπα αυτή περνά το άλλο εφαρμοστό που έχει ξεπελεκηθεί στο μέγεθος της τρύπας. Περνώντας απέναντι στο επάνω μέρος όμοιο με το άλλο σχηματίζει ένα σχήμα Χ που το κάτω μέρος του αγκαλιάζει τα πλευρά του ζώου.
Ενώνεται με τις παΐδες με τρύπες, όπως το άλλο, αλλά οι παΐδες δεν προεξέχουν προς τα πίσω. Στο επάνω και πίσω μέρος καρφώνεται το πίσω κολιτσάκι που είναι εντελώς διαφορετικό από το άλλο. Ενώ το μπροστινό κοιτά μπροστά το πισινό κοιτά επάνω, μελετημένο να κρατιούνται οι τριχιές του φορτώματος, καθώς και να κρέμονται όταν μαζεύονται. Σε διάφορα μέρη της Ελλάδας συναντάμε διάφορα σαμάρια μα τα τελειότερα σε ομορφιά και εξυπηρέτηση είναι της Πελοποννήσου, κυρίως της Αρκαδίας και της Κρήτης.
Η στρώση του σαμαριού
Ενώ ο σκελετός του σαμαριού είναι έτοιμος γίνεται η στρώση, που προστατεύει το ζώο από τα ξύλα. Η στρώση αποτελείται από δύο μέρη, το εσωτερικό και το εξωτερικό που με τις διαστάσεις του ξύλινου σκελετού γίνεται σάκος που γεμίζει με βούτιμο.
Το μπροστινό και το πισινό γεμίζεται αντίστροφα και γίνεται στεφάνι έξω από τα πιστάρια, μπροστάρις. Το εσωτερικό πανί γίνεται από σαμαροσκούτι που είναι μαλακό και η ύφανσή του γίνεται από τα υποπροϊόντα του μαλλιού δηλαδή το αρνόκουρο ή κουλόκουρο.
Όλο αυτό το σύστημα χρειάζεται τέχνη και προσοχή, γιατί είναι το κουστούμι του ζώου. Γι’ αυτό λέγεται η παροιμία “θέλει μυαλό και γνώση να φτιάχνεις του σαμαριού τη στρώση”. Το εξωτερικό της στρώσης είναι ή από μουσαμά ή από δέρμα κατεργασμένο. Το δέρμα πάντα κατεργασμένο που είναι πολύ ακριβότερο μα είναι πιο ανθεκτικό.
Κολάνια, μπαλτούμια, ίγκλα
Τα κολάνια και τα μπαλτούμια του ζώου που είναι η συνέχεια του σαμαριού είναι πάντα από μαλακό κατεργασμένο δέρμα καμωμένο να πιέζει το σώμα του ζώου χωρίς να του προκαλεί τραύματα. Το κολάνι είναι μια λουρίδα που περνά πίσω στο ζώο και ενώνεται με το σαμάρι. Είναι περίπου 8 έως 10 πόντους πλατιά, έξω από την στρώση μέσα από τις παΐδες και το πισινό πιστάρι, ενώ στο μπροστινό δένεται με φορτσάτο. Το κολάνι ενώνεται με το μπαλτούμι που πέφτει επάνω στα καπούλια του ζώου σε σχήμα Τ και ενώνεται με το πιστάρι σε τρίγωνο γάντζο ενώ γυρίζει και δένεται με αγκράφα στη ράχη του καπουλιού.
Η δερμάτινη ζώνη με την οποία δένεται το σαμάρι στην κοιλιά του ζώου λέγεται και ίγκλα, κολάνι ή ζωστήρα. Στηριγμένη αυτή η ζώνη στις επάνω παΐδες του σαμαριού με μια στροφή στην καθεμιά, ενώ πέφτει ελεύθερη κάτω από δω και από εκεί.
Στα άκρα έχει από ένα χαλκά τριγωνικό περίπου και από τον ένα χαλκά είναι δεμένο ένα λουρί δερμάτινο που δένει τη μια άκρη με την άλλη, αναλόγως το σώμα του ζώου και το γέμισμα της στρώσης. Πολλές φορές χρησιμοποιούν μια λουρίδα, που περνά στο στήθος του ζώου και στηρίζεται στο μπροστάρι. Αυτή η λουρίδα λέγεται μπροστέλα και τη βάζουν στα μουλάρια που δουλεύουν σε βουνά και ανηφόρες για να κρατούν το σαμάρι για να μη φεύγει πίσω.
Τα σαμάρια είχαν συχνά λειτουργικό διάκοσμο, όπως π.χ. τα αρχικά του ιδιοκτήτη καρφωμένα με καρφιά στο μπροστάρι ή και κάποιο σχήμα που συμβόλιζε το χωριό καταγωγής του. Βλέπε φωτογραφίες στην σελίδα. Από το σαμάρι δεν έλειπε και ποτέ η τριχιά που ήταν πάντα περασμένη ανάμεσα στο πισινό πιστάρι και τη στρώση και πιανόταν από το κολιτσάκι ενώ ήταν διαιρεμένη στα δύο. Η μισή έπεφτε από τη μια μεριά και η άλλη μισή από την άλλη για να φορτωθεί το ζώο.
Το σαμάρι μαζί με όλα τα εξαρτήματα του όταν φοριόταν στο ζώο, λεγόταν “τακίμι”.
Ο τελευταίος σαγματοποιός στο Στεφάνι ήταν ο “Δεσποτάκος” Δημήτρης Π. Ριζόγιαννης (γ. 1908).
Κείμενο/έρευνα: Patricia van der Wal
Βιβλιογραφία: Τάκης Π. Ρούνης, Λαογραφικές Πινελιές, Εκδόσεις Φύλλα