Η ελληνική γλώσσα, αν και παρέμεινε ενιαία από την αρχαιότητα ως σήμερα, ποτέ δεν μιλήθηκε ομοιόμορφα σε ολόκληρο τον ομόγλωσσο γεωγραφικό χώρο, διαμορφώνοντας έτσι τοπικές διαλεκτικές παραλλαγές και γλωσσικά ιδιώματα. Κατά περιόδους μια από αυτές τις διαλεκτικές παραλλαγές, επικρατώντας και εκτοπίζοντας τις άλλες, καθίσταται κοινή γλώσσα των ελληνόφωνων. Έτσι, η αρχαία αττική διάλεκτος αποτέλεσε την βάση της Κοινής, η οποία μιλήθηκε κατά τους αλεξανδρινούς και ρωμαϊκούς χρόνους και της οποίας η βαθμιαία διάσπαση οδήγησε από την πρώιμη βυζαντινή εποχή σε νέες διαλεκτικές μορφές. Η διαμόρφωση των νεοελληνικών διαλέκτων και ιδιωμάτων ξεκίνησε περίπου προς το τέλος της πρώτης χιλιετίας μ.Χ.
Από τον 13ο-14ο αιώνα και μετά η ευρύτερη περιοχή Στεφανίου χαρακτηρίζεται από την συμβίωση της Νέας Ελληνικής γλώσσας με την Αρβανίτικη. Οι Αρβανίτες, απόγονοι ορθόδοξων αλβανοφώνων φυλών, εγκαταστάθηκαν σε μπουλούκια στην περιοχή και σε όλη την Πελοπόννησο κατόπιν πρόσκλησης του Δεσποτάτου του Μιστρά, του Δεσπότη Μανουήλ Καντακουζηνού και αργότερα του Θεόδωρου Παλαιολόγου για την βελτίωση της άθλιας από δημογραφικής πλευράς κατάστασης του Μοριά, που είχε ερημώσει μετά εξοντωτικής πανώλη. Οι Αρβανίτες ήταν εξαιρετική πολεμιστές και προτιμήθηκαν από τους Βυζαντινούς και αργότερα από τους Βενετούς ως μισθοφόροι εναντίον των Τούρκων. Υιοθέτησαν και αφομοιώθηκαν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα με την καινούργια τους πατρίδα και η συμβίωση τους με τους ντόπιους ήταν ειρηνική.
Αξιοθαύμαστη είναι η διατήρηση της αρβανίτικης γλώσσας στα χωριά αυτά ως τις ημέρες μας. Στα γειτονικά χωριά Προσύμνη (Μπερμπάτι) και Λίμνες απαντώνται ακόμα και σήμερα αρκετοί ομιλητές της αρβανίτικης που μιλούν την γλώσσα στις μεταξύ τους συναναστροφές. Βέβαια, σε περασμένες δεκαετίες είχε καταβληθεί συστηματική προσπάθεια στο δημοτικό σχολείο των χωριών αυτών, με μέσω την πειθώ και την τιμωρία, να μην μιλούν τα παιδιά τους την μητρική τους γλώσσα. Αυτό είχε δυστυχώς ως αποτέλεσμα την απαξίωση της αρβανίτικης από την νεότερη γενιά ομιλητών της, τη σταδιακή εγκατάλειψη της καθώς και την σταδιακή εξαφάνιση της παραδοσιακής γλωσσοπολιτιστικής ετερότητας της περιοχής.
Το Στεφάνι υπήρξε μαζί με τα χωριά Αγιονόρι, Άγιος Βασίλειος και Κλένια ένα από τα λίγα χωριά της περιοχής όπου οι κάτοικοι δεν ήταν αρβανίτες αλλά ελληνόφωνοι. Επιπλέον, οι Στεφανιώτες ξεχώριζαν και ξεχωρίζουν ακόμα από τα υπόλοιπα ελληνόφωνα χωριά ως προς την προφορά τους, που δεν συναντιέται σε κανένα άλλο χωριό της ευρύτερης περιοχής. Έτσι προκύπτει το εύλογο ερώτημα περί της προέλευσης αυτού του γλωσσικού ιδιώματος, η οποία μάλλον πρέπει να συσχετίζεται με την απώτερη καταγωγή των Στεφανιωτών.
Το γλωσσικό αυτό ιδίωμα του Στεφανίου επιβιώνει ως τις ημέρες μας, αλλά κάτω από την πίεση κοινωνικό-οικονομικών παραγόντων (αλλαγή στην δομή της παραδοσιακής κοινωνίας που συντηρούσε την τοπική γλωσσική μορφή) και της ευρείας χρήσης της κοινής μορφής της Νέας Ελληνικής (εξάπλωση της μέσω της υποχρεωτικής εκπαίδευσης και των ΜΜΕ) όχι μόνο χρησιμοποιείται από όλο και λιγότερους ομιλητές (κυρίως ηλικιωμένους) αλλά και αλλοιώνεται σε όλα του τα επίπεδα (φωνητική, μορφολογία, λεξιλόγιο), τείνοντας να αφομοιωθεί με την κοινή Νέα Ελληνική.
Αυτό δυσχεραίνει την προσπάθεια παρουσίασης και εξέτασης των πλήρες στοιχείων που απαντούσαν στο γλωσσικό ιδίωμα του Στεφανίου. Στην συλλογή των στοιχείων μας βοήθησε ιδιαίτερα η εργασία που διεξήχθη από τον τότε δάσκαλο του δημοτικού σχολείου, Μιχάλη Ιατρού, το 1964.
Χαρακτηριστικά του γλωσσικού ιδιώματος:
1.) Στην προφορά των Στεφανιωτών διακρίνεται κυρίως ο δασύς τσιτακισμός. Ο τσιτακισμός είναι ιδιωματισμός της γλώσσας σύμφωνα με τον οποίο το “κ” προφέρεται σαν “τσ” είτε βρίσκεται στην αρχή της λέξης (με εξαίρεση τις συλλαβές “κο”, “κω”, “κα”), π.χ. και > τσαι, καιρός > τσαιρός, κήπος > τσήπος, κερί > τσερί, κυρά > τσυρά, σκυλί > στσυλί, είτε στην κατάληξη, π.χ. παιδάκι > παιδάτσι, μπρίκι > μπρίτσι, κυπαρίσσι > τσυπαρίσσι.
Αν και επικρατούσε η εντύπωση ότι το χαρακτηριστικό αυτό συναντιέται κυρίως στην Μάνη, στην Κρήτη και στην Τσακωνία, πρόσφατη έρευνα του Γλωσσολόγου Νίκου Παντελίδη του Πανεπιστημίου Αθηνών -στην οποία συνέβαλε και η ιστοσελίδα του Στεφανίου – και δημοσιεύτηκε το 2009 με τίτλο “Το φαινόμενο του Τσιτακισμού στα Πελοποννησιακά Ιδιώματα“, συμπεραίνει ότι ο τσιτακισμός ήταν ένα φαινόμενο με ευρεία διάδοση στη Πελοπόννησο και πως ήταν μ.α. χαρακτηριστικό φαινόμενο των ελληνόφωνων οικισμών της ανατολικής Κορινθίας.
2.) Στην συνέχεια οι Στεφανιώτες προφέρουν την κατάληξη “σθη” ή “στη” ή “σθηκα” ή “στηκα”, αφαιρώντας το “σ”, π.χ. χαλάστηκα > χαλάθηκα, ετοιμάστηκε > ετοιμάθηκε, γελαστήκαμε > γελαθήκαμε, σκεπαστήκατε > σκεπαθήκατε.
3.) Όταν χρησιμοποιούν την πρόθεση “εις” με το άρθρο, δηλαδή “είς την/στην”, “εις το/στο”, προφέρουν μόνο το άρθρο, π.χ. “θα πάω την Αθήνα”, “ήμουν το Άργος”, “πήγα τη Κόρινθο”, “ήταν τη Κλένια”.
4.) Σαν ιδιωματισμός διακρίνεται και η μετατροπή πολλών ουδετέρων σε αρσενικά ιδίως στην αιτιατική πτώση, π.χ. “τον υπόγειο”, “τον στόμα”, “τον άμμο” κλπ.
5.) Όταν ομιλούν για αρσενικό σε τρίτο πρόσωπο χρησιμοποιώντας αντωνυμίες αντί του αρσενικού χρησιμοποιούν τα ουδέτερα των αντωνυμιών εκείνος, αυτός, π.χ.: “εκείνο ήρθε”, “αυτά έσκαβαν”, “τούτο φώναζε”, “βοήθησέ το” κλπ.
6.) Το φωνήεν “ω” δεν ταυτίζεται με το “ο” αλλά προφέρεται “ου”, διατηρείται δηλαδή η αρχαία προφορά του φθόγγου. Βλέπουμε κυρίως στην κατάληξη των επιρρημάτων κατάληξη “ου” αντί “ω”, π.χ. πάνω > πάνου, κάτω > κάτου, χάμω > χάμου. Το ίδιο συμβαίνει και στη γενική πληθυντική, π.χ.: των μεγάλων > του μεγάλουνε, των αλλωνών> τουν αλλουνώνε κλπ.
7.) Στη γενική πληθυντική η κατάληξη “ων” προφέρεται συνήθως “όνε”, π.χ. των ανδρών > τουν ανδρόνε, των γυναικών > του γυναικόνε, των παιδιών > του παιδιόνε κλπ.
8.) Το β πληθυντικό πρόσωπο των ρημάτων τελειώνει σε “-ουτε” και όχι σε “-ετε”, π.χ. τι κάνετε > τι κάνουτε, τι θέλετε > τι θέλουτε
9.) Πρόσθεση του συμφώνου “γ” στις καταλήξεις “ριο” και “ρια”, μετατρέποντας τα σε “ργιο” και “ργια”, π.χ. χωριό > χωργιό, Μαρία > Μαργιά, μουριά > μουργιά κλπ.