Τον πρώτο μισό του 20ου αιώνα, τη παραδοσιακή φορεσιά με το λευκό σιγκούνι διαδέχτηκε η «Βλάχικη» ενδυμασία, κυρίως στα γιορτινά και νυφικά ρούχα των νέων γυναικών, οι οποίες προσπαθούσαν να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα στην παράδοση και την μόδα του δυτικού συρμού.
Τα «σαγιάκια» της φορεσιάς ήταν εκσυγχρονισμένες παραλλαγές του λευκού σιγκουνιού, φτιαγμένα επαγγελματικά από μοδίστρες με τη βοήθεια της ραπτομηχανής, με πλούσιο διάκοσμο πάνω σε επίρραπτο βελούδινο ύφασμα.
Ήταν αισθητά πιο κοντά από τα λευκά σιγκούνια (λίγο κάτω από την μέση) και συνδυάζονταν με κομψές δαντελωτές φούστες, μπλούζες, ποδιές, γάντια και μαντίλια από αγοραστό «αβουαλάζ», λεπτό, συχνά και μεταξωτό ύφασμα σε λευκό ή ζαχαρί χρώμα. Τα κοψίματα ήταν επηρεασμένα από τη μόδα της Δύσης.
Η περιτεχνία του διακόσμου αντικατοπτρούσε την οικονομική κατάσταση της οικογένειας της νεαρής γυναίκας. Ιδιαίτερα φημισμένο στη ευρύτερη περιοχή ήταν ο τύπος σαγιακιού των Αθηκιών που καλύπτονταν ολόκληρο από μαύρο βελούδο κεντημένο με ζωηρά χρώματα και λουλούδια.
Άντρες ράφτες έκοβαν το λευκό ράσικο ύφασμα και έραβαν το βασικό σιγκούνι και στη συνέχεια ανέλαβαν οι μοδίστρες, οι οποίες προχωρούσαν στο κέντημα του βελούδινου υφάσματος. Εργάζονταν σε πλαίσιο και κεντούσαν δύο πολύχρωμες σειρές από λουλούδια και μια λευκή σειρά στο μεσαίο τμήμα. Τις πολύχρωμες γραμμές ανάμεσα στις σειρές τις έραβαν με τη ραπτομηχανή.
Γνωστή μοδίστρα στη περιοχή με έδρα το Αγιονόρι ήταν τότε η Δέσποινα Μ. Μπίτζιου του γένους Χελιώτη από Μπερμπάτι (γ.1908-2012), η οποία είχε μάθει τη τέχνη από μοδίστρες των Αθηκιών. Άντρας ράφτης στο Στεφάνι υπήρξε ο «Κουτσουκέλας» Βασίλης Α. Σελιώτης (γ.1900).
Το καθημερινό λευκό σιγκούνι αντικαταστάθηκε από την «μπελερίνα» (εσάρπα μάλλινη, πλεγμένη με βελόνες), και το ποκάμισο και το διμίτιμα από υφαντό καρό ή ριγέ «φουστάνι», την «μπόλκα» και το «ματινέ», εισβολείς της δυτικής μόδας που είχε καθιερώσει η Βασίλισσα Όλγα με σύμμαχο τη ραπτομηχανή, τα «φιγουρίνια» και τις «καλλιγραφίες».
Γιατί «Βλάχικα»;
Η αστική κοινωνία των πόλεων και κωμοπόλεων του πρώτου μισού του 20ου αιώνα αποκαλούσε τις φορεσιές αυτές υποτιμητικά «βλάχικες», γιατί χαρακτήριζαν την ενδυμασία των γυναικών του χωριού, ενώ στις πόλεις οι γυναίκες είχαν ήδη υιοθετήσει την αστική μόδα της Δύσης.
Η ονομασία «βλάχικα» προσδιορίζει συνεπώς την γεωγραφική προέλευση της ενδυμασίας και ουδεμία σχέση δεν έχει με τον λατινόφωνο πληθυσμό των Βλάχων της νότιας Βαλκανικής.