|
Επίθετα
-Α- |
|
αβέρτα
πάγκο |
ανοικτός |
αγάλι-αγάλι |
σιγά-σιγά |
αζάτικος |
δεν
υπολογίζει τίποτα |
άκουρος |
ακούρευτος |
αλάργα |
μακριά |
αλαργινός,
η, ο |
μακρινός |
αλαφιασμένος,
η, ο |
τρομαγμένος |
αλαφροϊσκιωτος,
η, ο |
αυτός
που βλέπει φαντιάσματα και αερικά |
αμπράζικος,
η, ο |
βάναυσος,
ασουλούπωτος |
ανάτζαφλα |
απρόσεκτα |
αντάμα |
μαζί |
απίστομα |
ανάποδα,
με το στόμα προς τα κάτω |
αποίκο |
έτοιμος
για να ξεκινήσει |
αργιά |
αραιά |
ασουλούπωτος,
η, ο |
απεριποίητος,
ατημέλητος |
άταρος,
η, ο |
ο
ανώριμος, ο αδύναμος, ο νωθρός |
άφτουρος,
η, ο |
εκείνος
που δεν φτουραεί, δεν επαρκεί |
αχαϊρετος,
η, ο |
ο
ανεπρόκοπος |
αχαμνός,
η, ο |
ο
αδύνατος |
|
|
-Β- |
|
βερεμιάρικο |
ντελικάτο,
κακοφάγανο |
|
|
-Γ- |
|
γδυτός,
η, ο |
ο
γυμνός |
|
|
-Δ- |
|
διμούτσουνος,
η, ο |
ο
διπρόσωπος |
δόλιος,
α, ο |
ο
φτωχός και αξιολύπητος άνθρωπος |
|
|
-Ε- |
|
έγκομος,
η, ο |
ο
παχύς, ο ευτραφής |
επιπόνου |
με
πολύ στεναχώρια |
|
|
-Ζ- |
|
ζαβλακωμένος |
ζαλισμένος,
αδιάθετος |
ζαμπουνιασμενός |
κακόκεφος |
ζαραλίτικος,
η, ο |
ο
ελαττωματικός |
|
|
-Θ- |
|
θελός,
η, ο |
θολός |
θεριακωμένος,
η, ο |
υπερφυσικός,
τεράστιος |
θράσιος,
α, ο |
ο
ψόφιος, ο άνοστος,μτφ. άνθρωπος που χαραμίζεται |
|
|
-Κ- |
|
κακορίζικος,
η, ο |
αυτός
που του έχει γράψει η μοίρα ατυχίες και δυστυχία |
κάκπικος,
η, ο |
ο
ψεύτικος |
καλοκούτσια |
καβαλικευτά
τα παιδιά στους ώμους των μεγάλων |
καπροδόντης,
α, ικο |
αυτός
που έχει στραβά δόντια |
κάργα |
πολύ |
κατάλακα |
εντελώς
φανερά και αδικαιολόγητα |
κατάραχα |
στην
κορυφή στη ράχη, στο λόφο |
κοτζάμ |
τόσο
μεγάλος |
κουνημένος,
η, ο |
εκείνος
που ξενιτεύτηκε και πέρασε θάλασσα |
κρούστος,
η, ο |
οσ
σφιχτός και πυκνός στην ύφανση |
|
|
-Λ- |
|
λαθουρός,
η, ο |
ο
πετρωτός, σταχτόχρωμος |
λακιτός,
η, ο |
ο
βιαστηκός κάτω από πιεστηκές συνθήκες |
λειριασμένος,
η, ο |
ο
μαραμένος |
λιμάζικο |
λιμασμένο |
|
|
-Μ- |
|
μαγαρισμένος,
η, ο |
ο
ανήθικος, ο αρνησίθρησκος |
μεσιακός,
η, ο |
κάτι
που μοιράζεσαι με κάπιον άλλον |
μεσόκοπος,
η, ο |
αυτός
που έχει φτάσει στη μέση ηλικία |
μπακανιάρης,
α, ικο |
αυτός
που έχει μεγάλη κοιλιά |
μπινιάρης,
α, ικο |
ο
δίδυμος |
μπολιάρης,
α, ικο |
αυτός
που γυρίζει μέσα στους δρόμους και στις πόρτες |
μωροζώντανος,
η, ο |
ο
μισοζώντανος |
|
|
-Ξ- |
|
ξερός,
η, ο |
πεθαμένος |
ξέσκουρα |
επιπόλαια |
|
|
-Π- |
|
παπορίσιος,
α, ο |
αυτός
που πωλείται σε πολύ μεγάλη τιμή |
παρασάνταλος,
η, ο |
αυτός
που δεν έχει τάξη και συνέπεια στο φερσιμό του |
παρλιακός,
η, ο |
ο
ακαταλόγιστος, ο ανισσόροπος |
παστρικός,
ια, ο |
ο
καθαρός, η γυναίκα ελαφρών ηθών |
περικοπά |
από
σύντομη και ευθεία διαδρομή |
πολυώρα |
προηγουμένως,
πριν από αρκετή ώρα |
|
|
-Ρ- |
|
ράσινο |
μάλλινο |
|
|
-Σ- |
|
στέρφος,
η, ο |
στείρος,
άτεκνος |
|
|
-Τ- |
|
ταρναριστά |
λικνιστά,
ταλαντευτά |
ταχιά |
αύριο |
τρανός,
η, ο |
ο
μεγάλος |
τσίλικος,
ο |
χάρμα
οφθαλμών, μπάνικος |
τσιούλος,
α, ο |
αυτός
που έχει μικρά ή κομμένα αυτιά |
τσίφτης,
ισα, ικο |
ο
λεβέντης στο χαρακτήρα |
|
|
-Φ- |
|
φιρί-φιρί |
γύρω-γύρω,
επίμονα, προκλητικά |
φιρός,
η, ο |
ελάχιστα
ανοιχτός, ο άνθρωπος που χαζοφέρνει |
φουρκισμένος,
η, ο |
ο
θυμωμένος |
φτενός,
η, ο |
ο
λεπτός, ο ασθενής |
|
|
-Χ- |
|
χερχέρα |
γρήγορα,
αμέσως, χέρι με το χέρι |
χτικιάρης,
α, ικο |
ο
φυματικός |
χώρια |
χωριστά,
ξεχωριστά |
|
|
Λαϊκό
Γλωσσάρι
|
|