-Α- |
|
Αγάλι
αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι |
Αγάλια
αγάλια το φιλί για να χει νοστιμάδα |
|
Άδουλος
δουλειά δεν έχει το βρακί του λύει και δένει |
|
Άκουσε
γέρου συμβουλή και παιδευμένου γνώση |
|
Ακριβός
στα πίτουρα και φτηνός στ αλεύρι |
|
Αλλά
είν' τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας |
|
Άλλοι
σπέρνουν και θερίζουν κι άλλοι τρών και μαγαρίζουν |
|
Άλλος
έχει τ'όνομα κι άλλος τη χάρη |
|
Αλλού
με ξείς καλόγηρε κι αλλού με τρώει εμένα |
|
Αλλού
τ' όνειρο κι αλλού το θάμα |
|
Αλλού
τα κακαρίσματα κι αλλού γεννάν' οι κότες |
|
Αν
βρέξει ο Απρίλης δυό νερά κι ο Μάης άλλο ένα, χαρά σε κείνον
το ζευγά πούχει πολλά σπαρμένα |
|
Αν
δε βρέξεις κώλο δεν τρως ψάρια |
|
Αν
δε κουνήσει η σκύλα την ουρά της, ο σκύλος δεν πάει κοντά της |
|
Αν
δεν αστράψει, δε βροντά |
|
Αν
δεν παινέψεις το σπίτι σου θα πέσει να σε πλακώσει |
|
Αν
είσαι και παπάς με την αράδα σου θα πας |
|
Αν
έχεις νύχια ξύσου |
|
Αν
έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει. |
|
Αν
ήταν καλή η δουλειά θα δούλευε κι ο Δεσπότης |
|
Αν
ήταν το βιολί ψωλή θα το παίζανε πολλοί. |
|
Ανάποδα
σαν τον κάβουρα. |
|
Ανύπαντρος
προξενητής, για πάρτη του γυρεύει. |
|
Απ'
τ' αυτή και στο δάσκαλο. |
|
Απέξω
απ' το χορό πολλά τραγούδια ξέρεις |
|
Άπιαστα
πουλιά, χίλια στον παρά. |
|
Άπλωνε
το πόδι σου, κατά το πάπλωμα σου. |
|
Από
αγκάθι βγαίνει ρόδο κι από ρόδο βγαίνει αγκάθι. |
|
Από
'ξω κούκλα κια από μέσα πανούκλα |
|
Από
το στόμα σου και στου θεού τ'αυτί. |
|
Αργεί
ο Θεός και σκάει ο φτωχός. |
|
Άρμεγε
λαγούς και κούρευε χελώνες |
|
Άρπαξε
να φας και κλέψε να'χεις. |
|
Αύγουστε
καλέ μου μήνα, να 'σουν δύο φορές το χρόνο |
|
Άφησε
το γάμο και πάει για πουρνάρια |
|
|
-Β- |
Βάλαν
τον ζουρλό να χέσει και πήγε να ξεκωλιαστεί |
|
Βαράει
το σαμάρι ν' ακούσει το γαϊδούρι |
|
Βασιλικός
κι αν μαραθεί τη μυρωδιά την έχει |
|
Βαστάτε
ποδαράκια μου να μη σας χέσει ο κώλος μου |
|
Βγάζει
απ' τη μύγα ξύγκι |
|
Βοήθα
παπά, ας θάψουμε πέντε έξι |
|
Βρήκε
ο Φίλιππος το Ναθαναήλ |
|
|
-Γ- |
Γάτος
γαμάει, γάτος σκούζει |
|
Γέρος
κι αν επαινεύτηκεν, ανήφορος το δείχνει |
|
Γέρου
πορδή μην ακούς, λόγο ν' ακούς |
|
Γλυκάθηκε
η γριά στο μέλι, θα φάει και το κουβέλι |
|
Γλυκός
ο ύπνος το πρωί, γδυτός ο κώλος τη Λαμπρή |
|
Γουρούνι
στο σακί |
|
|
-Δ- |
Δε
δίνει έναν παρά |
|
Δε
με θέλεις μία οργιά, δε σε θέλω μία τριχιά |
|
Δε
μου κάνει ούτε κρύο ούτε ζέστη |
|
Δε
φοβάται το βουνό από τα χιόνια |
|
Δείξε
μου το φίλο σου να σου πω ποιος είσαι |
|
Δεν
έγινα παπάς ν' αγιάσω, έγινα παπάς για να περάσω |
|
Δεν
είμαι φαγάς, είμαι παραπονιάρης |
|
Δεν
ξέρει να μοιράσει δύο γαϊδάρων άχυρο |
|
Δυό
γάϊδαροι μαλώνανε σε ξένη αχυρώνα |
|
Δύο
καρπούζια κάτω από μία αμασκάλη δε χωράνε |
|
Δώθε
παν' οι άλλοι |
|
|
-Ε- |
Έβαλαν
το λύκο να φυλάξει τα πρόβατα |
|
Έβαλε
το κεφάλι του στον ντορβά |
|
Έβγα
έξω και πομπέψου κι έμπα μέσα και πορέψου |
|
Εγώ
βαφτίζω και μυρώνω, άρα ζήσει άρα δε ζήσει |
Εγώ
μιλάω, γαϊδούρια κλάνουνε. |
Εγώ
το λέω του σκύλου μου κι ο σκύλος στην ουρά του. |
Είναι
για το γάιδαρο καβάλα. |
Είπε
ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα. |
Έκανε
κι η ψείρα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο. |
Έκανε
το σκατό τρία κομμάτια. |
Εκατό
ξυλιές στον ξένο κώλο λίγες είναι. |
Έκαψα
την καλύβα μου να μη με τρων οι ψύλλοι. |
Έκλασε
η νύφη, σχόλασε ο γάμος. |
Έμαθα
γδυτός και ντρέπομαι ντυμένος. |
Έμαθα
και βελονιάζω και γαμώ το μάστορα μου. |
Εμακρύναν
οι ποδιές σου, σκεπάστηκαν οι πομπές σου. |
Ένα
βόλι γυρίζει στράτεμα. |
Ένα
το'χει η Μαριορή το στεγνώνει το φορεί. |
Ένας
κούκος δε φέρνει την Άνοιξη. |
Εφτού
που είσαι ήμουνα κα δω που είμαι θα ρθεις. |
Έχασε
τ' αυγά με τα καλάθια. |
Έχε
τα πόδια σου ζεστά την κεφαλή σου κρύα, τον στόμαχόν σου ελαφρύ
γιατρού δεν έχεις χρεία. |
Έχω
ράμματα για τη γούνα σου. |
|
-Ζ- |
Ζήσε
μαύρε μου να φας τριφύλλι |
|
-Η- |
Η
αλεπού εργάτες έβαζε και κείνη ακριδολόγαγε. |
Η
γίδα από τ' αυτί δεν κουτσαίνει. |
Η
γριά κότα έχει το ζουμί. |
Η
γριά το μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει. |
Η
καλή νοικοκυρά, είναι δούλα και κυρά. |
Ή
μικρός παντρέψου, ή μικρός καλογερέψου. |
Η
παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς. |
Η
πουτάνα ήθελε να κρυφτεί μα η χαρά δεν την άφησε. |
Η
σκύλα από την χαρά της τα κάνει στραβά τα κουτάβια της. |
Η
τέχνη θέλει μάστορη κι η φάβα θέλει λάδι. |
Η
τιμή τιμή δεν έχει και χαρά στον που την έχει. |
Η
φτώχεια φέρνει γκρίνια. |
|
-Θ- |
Θα
το βρει η στραβή τ' αρνί της. |
Θέλεις
θέρισε και δέσε, θέλεις δέσε και κουβάλα. |
Θέλω
ν' αγιάσω κι ο διάβολος δεν μ' αφήνει. |
Θρέψε
λύκο το χειμώνα, να σε φάει το καλοκαίρι. |
|
-Κ- |
Καθ'
ενού η πορδή, μόσχος του μυρίζει. |
Κάθε
ημέρα δεν είναι τ' Αϊ Γιαννιού. |
Και
η κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες. |
Και
μ' εκατό στη φυλακή και με τα λίγα μέσα. |
Και
συ κακό χερόβολο και εγώ κακό δεμάτι. |
Και
τα καλά δεχούμενα και τα κακά. |
Και
την πορδή σου δύναμη. |
Καινούργιο
κοσκινάκι μου, και που να σε κρεμάσω. |
Καιρός
φέρνει τα λάχανα καιρός τα παραπούλια. |
Κακό
χωριό τα λίγα σπίτια. |
Καλά
είν' τα πλατανόφυλλα με το ροΐ το λάδι. |
Κάλιο
γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε. |
Κάλιο
λόγια στο χωράφι, παρά μάγκανα στ' αλώνι. |
Κάλιο
πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι. |
Κάλιο
να σου βγει το μάτι παρά το όνομα. |
Κάνε
με σοφό, να σε κάνω πλούσιο. |
Κάνε
φίλο το χωριάτη να σ' ανέβει στο κρεβάτι. |
Κάνει
την τρίχα τριχιά. |
Κανένας
δεν άγιασε στον τόπο του. |
Κατά
μάνα κατά κόρη κατά γιος και θυγατέρα. |
Κατά
τα αγώι και ο αγωγιάτης. |
Κάτινου
χαρίζανε ένα γάιδαρο και τον κοιτάνε στα δόντια. |
Κι
εγώ κακό χερόβολο και συ κακό δεμάτι. |
Κι
ο Άγιος φοβέρα θέλει. |
Κίνησε
ο Οβριός για το παζάρι και έλαχε Σάββατο. |
Κλαιν
οι χήρες, κλαιν κι οι παντρεμένες. |
Κοντά
στα ξερά καίγονται και τα χλωρά. |
Κοντακιανός
λογαριασμός, παντοτινή αγάπη. |
Κόρακας
κοράκου μάτι δεν βγάζει. |
Κρασί
σε πίνω για καλό και συ με πας στο βράχο. |
Κρυώνει
σα γύφτος. |
Κώλος
που κλάνει γιατρό δεν φοβάται. |