-Λ- |
|
Λαγός
τη φτέρη κούναγε, κακό του κεφαλιού του. |
Λένε
λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει. |
|
Λείπει
ο γάτος χορεύουν τα ποντίκια. |
|
|
|
-Μ- |
|
Μάρτης
γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης. |
|
Μάστορης
είναι και της κατσίκας ο κώλος. |
|
Με
πορδές δε βάφουν αυγά. |
|
Με
το νου πλουταίνει η κόρη, με τον ύπνο η ακάματα. |
|
Με
το στανιό ο σκύλος μαντρί δε φυλάει. |
|
Με
το στόμα μπάρα με τα χέρια κουλαμάρα. |
|
Μεγάλη
μπουκιά φάει μεγάλο λόγο μη λες. |
|
Μερεμέτα
και σκαπέτα. |
|
Μη
σε γελάσει ο Μάρτης το πρωί και χάσεις την ημέρα. |
|
Μην
παίζεις με τη φωτιά. |
|
Μήνας
που δεν έχει ρο, ρίξε στο κρασί νερό. |
|
Μία
στο καρφί και μία στο πέταλο. |
|
Μνημόσυνο
με ξένα κόλλυβα. |
|
Μπάτε
σκύλοι αλέστε. |
|
Μπρος
τα κάλλη τι είν' ο πόνος. |
|
|
-Ν- |
Ν'
άκουγε ο Θεός τον κόρακα, όλοι οι γάιδαροι θα ψοφούσαν. |
|
Να
ο λύκος που είν' τ' αχνάρια του. |
|
Να'
χα πουτάνας ριζικό και ακαμάτρας μοίρα. |
|
Νηστεύει
ο δούλος του Θεού, γιατί δεν έχει να φάει. |
|
Νηστικό
αρκούδι δε χορεύει. |
|
Ντράπου
η κόρη, βρεθεί γκαστρωμένη. |
|
|
-Ο- |
Ο
άμωρος λόγος κι ο κάλπικος παράς μένει στο νοικοκύρη. |
|
Ο
βήχας κι ο παράς δεν κρύβονται. |
|
Ο
βρεγμένος τηη βροχή δεν τη φοβάται. |
|
Ο
κακός χρόνος περνάει, ο κακός γείτονας δεν περνάει. |
|
Ο
καλός ο μύλος όλα τ' αλέθει. |
|
Ο
λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο. |
|
Ο
λύκος από τα μετρημένα τρώει. |
|
Ο
λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται. |
|
Ο
λύκος τη τρίχα αλλάζει το χούι δεν τ' αλλάξει. |
|
Ο
Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια. |
Ο
παπάς πρώτα βλογάει τα γένια του. |
Ο
πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται. |
|
Ο
πνιγμένος απ' τα μαλλιά του πιάνεται. |
|
Ο
τεμπέλης κι ο φαγάς ή χωροφύλακας ή παπάς. |
|
Ο
τρελός είδε το μεθυσμένο και φοβήθηκε. |
|
Ο
ύπνος θρέφει τα μωρά κι ο ήλιος τα μοσχάρια. |
|
Ο
χορτάτος τον πεινασμένο δεν τον πιστεύει. |
|
Οι
τριφτάδες κι ο χυλός ώσπου να σηκωθείς ορθός. |
|
Όλα
τα γουρούνια μία μύτη έχουνε. |
Όλα
τα' χει Μαριορή, ο φερετζές της έλειπε. |
Όλα
του γάμου δύσκολα κι η νύφη γκαστρωμένη. |
|
Όλοι
κλαιν τον πόνο τους κι ο μυλωνάς τ' αυλάκι. |
|
Όλοι
μαζί κι ψωριάρης χώρια. |
|
Όμοιος
τον όμοιο κι η κοπριά στα λάχανα. |
|
Όποιος
ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρων οι κότες |
|
Όποιος
βαριέται να ζυμώσει πέντε ημέρες κοσκινάει. |
|
Όποιος
έχει αμπέλια να οι Καρυώτες. |
Όποιος
έχει πολύ πιπέρι ρίχνει και στα λάχανα. |
Όποιος
έχει τα γένια έχει και τα χτένια |
|
Όποιος
κατουράει στη θάλασσα το βρίσκει στ' αλάτι. |
|
Όποιος
μπαίνει στο χορό, χορεύει. |
|
Όποιος
πηδάει πολλά παλούκια ένα θα μπει στο κώλο του. |
|
Όποιος
πίνει βερεσέ μεθάει δυό φορές. |
|
Όποιος
σκάβει το λάκκο τ' αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα. |
|
Όποιος
φτύνει κατά πάνω φτύνει τα μούτρα του. |
|
Όπου
ακούς πολλά κεράσια μικρό καλάθι βάστα. |
|
Όπου
λαλούν πολλοί κοκκόροι αργεί να ξημερώσει. |
|
Όπου υπάρχει
καπνός υπάρχει και φωτιά.
|
|
Όπου
φτωχός κι η μοίρα του. |
|
Όπως
μου βαράνε χορεύω. |
Όσα
δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια. |
Όσα
φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος. |
|
Ότι
έσπειρες θα θερίσεις. |
|
Ότι
μικρομαθαίνεις, δεν τα γεροντάφηνες. |
|
Ότι
πάρει η νύφη στην καβάλα. |
Ούτε
κότες έχω ούτε με την αλουπού μαλώνω. |
Ούτε
ψύλλος στον κόρφο του. |
|
-Π- |
Παπά
παιδί διαβόλου γκόνι. |
Παπούτσι
από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο. |
Πάρ'
τον στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου. |
Παρηγοριά
στον άρρωστο, ώσπου να βγει η ψυχή του. |
Παστρική
καλή Θοδώρα το τσαρούχι μεσ' την πίτα. |
Περήφανος
καλόγερος, άδεια τα σακούλια του. |
Πέρσι
κάει, φέτος μύρισε. |
Πήγε
σαν το σκυλί στ' αμπέλι. |
Πιάσ'
τ' αυγό και κούρεψέ το. |
Πιάστηκε
σαν τον ποντικό στη φάκα. |
Πίνει
ξ κότα το νερό, μα κοιτάει και το Θεό. |
Ποιος
στραβός δε θέλει το φως του. |
Πολλές
φορές πάει η στάμνα για νερό, μία πάει και δε γυρίζει. |
Που
πας ξιπόλητος στ' αγκάθια. |
Πουτάνα
με τα κλάηματα και κλέφτης με τους όρκους. |
Πως
πάν' αράπη τα παιδιά σου, όσο πάνε και μαυρίζουνε. |
Πως
πάνε οι στραβοί στην Άδη; Ένας κοντά στον άλλονε. |
|
-Σ- |
Σ'
αγαπώ κυρά να κλάνεις αλλά μην το παρακάνεις. |
Σ'
εσέ το λέω πεθερά, για να τ' ακούσει η νύφη. |
Σαν
την καλαμιά στον κάμπο. |
Σαν
της Λαμπρής τ' αυγά. |
Σαν
τις κακές συννυφάδες. |
Σαν
το χιόνι στον κόρφο του. |
Σιγά
μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου. |
Σκόρπισαν
σαν του λαγού τα πουλιά. |
Σκυλί
που γαβγίζει μην το φοβάσαι. |
Σόι
πάει το βασίλειο. |
Στερνή
μου γνώση να σ' είχαν πρώτα. |
Στην
αναβροχιά, καλό είν' και το χαλάζι. |
Στις
εννιά του μακαρίτη, άλλος μπήκε μες' το σπίτι. |
Στο
γάμο πάει ο γάιδαρος ή για νερό ή για ξύλα. |
Στο
μπόι σου βρίσκεις, στην γνώμη σου δε βρίσκεις. |
Στολίστει
η νύφη κι έμεινε. |
Στου
κασίδη το κεφάλι. |
Στους
σταρβούς κυβερνάει ο μονόφθαλμος. |
Στραβός
βελόνι εγύρευε μέσα στην αχυρώνα. |
Συμπεθέροι
και κουμπάροι, τον πρώτο χρόνο έχουν τη χάρη. |
|
-Τ- |
Τ'
αμπέλι θέλει αμπελουργό, το σπίτι νοικοκύρη. |
Τα
κουκουλώνει σαν τη γάτα. |
Τα
μισά της χιλιάδας πεντακόσια. |
Τα
ράσα δεν κάνουν τον παπά. |
Τη
μία Πάσχα και την άλλη χάσκα. |
Της
κακής ψωλής και τα μαλλιά της φταίνε. |
Της
νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά. |
Τι
γυρεύει η αλεπού στο παζάρι. |
Τι
είν' ο κάβουρας τι είν' το ζουμί του. |
Τι
έχεις γέρο που χορεύεις: Δε μ' αφήνουν τα δαιμόνια. |
Τι
έχεις Γιάννη; Τι είχα πάντα. |
Τι
κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω. |
Το
αγώι ξυπνάει το αγωγιάτη. |
Το
αίμα νερό δεν γίνεται. |
Το
γουδί το γουδοχέρι. |
Το
έξυπνο πουλί πιάνεται από τη μύτη. |
Το
ινάτι βγάζει μάτι. |
Το
κρύο με το σακί μπαίνει και με το βελόνι βγαίνει. |
Το
μάτι σπάει την πέτρα. |
Το
μυρμήγκι σαν είναι να χαθεί βγάζει φτερά. |
Το
ποτάμι δε γυρίζει πίσω. |
Το
ραβδί έχει δύο άκρες. |
Το
σιγανό ποτάμι να φοβάσαι. |
Το
σόι πάει βασίλειο. |
Το
στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει. |
Το
χορεύει στο ταψί. |
Τον
ξεδιάντροπο φτύνανε κι έλεγε ψιχαλίζει. |
Τον
τραβάει απ' το καπίστρι. |
Του
παπά η κοιλιά είν' αμπάρι θέλει να φάει και να πάρει. |
Του
σχοινιού και του παλουκιού. |
Του
τάξε λαγούς με πετραχήλια. |
Του
φτωχού το αρνί δε γίνεται κριάρι. |
Τούρκο
φίλευε και τον κώλο φύλαγε. |
Τρεις
το λάδι, τρεις το ξίδι, έξι το λαδόξιδο. |
Τρέμει
σαν το φύλλο. |
Τώρα
στα γεράματα, μάθε γέρο γράμματα. |
|
-Φ- |
Φάτε
μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο. |
Φούρνος
να μην καπνίσει. |
Φταίει
η παπαδιά, τη πληρώνει το χωριό. |
Φωνάζει
ο κλέφτης για να φοβηθεί ο νοικοκύρης. |
|
-Χ- |
Χαρτιά
γραμμένα, στόματα βουλωμένα. |
Χώρια
τα στέρφα από τα γαλάρια. |
|
-Ψ- |
Ψάχνει
ψύλλους στ' άχυρα. |
Ψωμί
δεν έχουμε ράπανα για την όρεξη. |