Ουσιαστικά Γ-Ζ
-Γ- |
|
γαϊδουριά,
η |
απρεπής
συμπεριφορά |
γαϊδουρογουστέρα,
η |
η
μεγάλη πράσινη σαύρα |
γαϊδουροκυλίστρα,
η |
όπου
κυλίστηκε γαϊδαρος, μτφ. μεγάλη ακαταστασία |
γαλάρι,
το |
η
στάνη |
γαλίφης,
ο |
ο
κόλακας, ο γλείφτης |
γαλιφιά,
η |
κολακεία,
μαλαγανιά |
γαστέρα,
η |
η
κοιλιά |
γελέκο,
το |
αμάνικο
επανοφόρι, στηθόρουχο |
γέννημα,
το |
γενικώς
τα δημητριακά αλλά κυρίως το σιτάρι |
γεντέκι,
το |
μεγάλο
μαχαίρι. μτφ. ο εύσωμος και γερός άνθρωπος |
γιαργούτη,
η |
το
γιαούρτι |
γιδοξούρι,
το |
αυτός
που είναι κουρεμένος σαν γίδι |
γιδοτόμαρο,
το |
το
ασκί, το τουλούμι |
γιόμα,
το |
το
μεσημεριανό γέυμα |
γιοματάρι,
το |
βεγάνι
γεμάτο κρασί που δεν το έχουν ανοίξει ακόμα |
γιορτάνι,
το |
περιδέραιο
από αργυρά και χρυσά νομίσματα |
γιούκος,
ο |
τα
στοιβαγμένα κλινοσκεπάσματα, χαλιά, λιοπάνες, κλπ. |
γιούρτα,
η |
μάλλινο
γυναικείο επανωφόρι χωρίς μανίκια |
γκαβαλίνα,
η |
η
κοπριά του γαϊδάρου |
γκαβός,
ο |
ο
αλλήθωρος |
γκαβούνα,
η |
κοπριά
ζώου, μικρός σωρός από ακαθαρσίες |
γκαρλαύτης,
ο |
αυτός
που έχει μεγάλα αυτιά |
γκερεμέζι,
το |
ξυνοτύρι
τοποθετημένο μέσα σε ασκί |
γκρεμίλα,
η |
επικίνδυνο,
επικλινές και άγονο έδαφος |
γκριντέλια,
η |
χωράφια
πετρώδη |
γλάρα,
η |
νύστα,
υγρασία |
γλυκάδι,
το |
το
ξίδι |
γλύνα,
η |
ο
άργιλος |
γνέμα,
το |
το
προϊόν του γνεσίματος, το νήμα |
γνώρα,
η |
γνώριση, |
γομάρι,
το |
το
φορτίο, κατ' επέκταση ο γαϊδαρος |
γούλη,
η |
κοιλιά |
γούπατο,
το |
το
χαμήλωμα του εδάφους, το βαθύπεδο |
γούρνα,
η |
λακκούβα
φυσική ή τεχνιτή όπου μαζεύεται νερό |
γράνα,
η |
βαθύ
χαντάκι, αυλάκι |
γωνιά,
η |
ο
χώρος γύρω από το τζάκι |
|
|
-Δ- |
|
δαυλίτης,
ο |
παράσιτο
που καταστρέφει τα δημητριακά |
δεμάτι,
το |
το
χερόβολο, μία χεριά στάχυα |
δεντρογαλιά,
η |
είδος
φιδιού |
διακονιάρης,
ο |
ο
ζητιανός |
διάσκελο,
το |
το
ξέφωτο σε κάποιο ύψωμα |
διάτανος,
ο |
ο
διάβολος |
δίπατο,
το |
κατοικία
με 2 ορόφους: κατώι και ανώι |
δίφτερο,
το |
αλέτρι
με δύο φτερά |
δόγα,
η |
μία
από τις πολλές τάβλες του βαγενιού |
δοξαπατρί,
το |
κατακούτελα |
δραγασιά,
η |
ψηλό
σημείο με θέα όπου κάθονταν ο αγροφύλακας |
δραγάτης,
ο |
ο
αγροφύλακας |
δραγουμάνος,
ο |
ο
αγγελιοφόρος |
δραπέτι,
το |
το
πολύ δυνατό ξίδι |
δρασκελιά,
η |
το
άνοιγμα τωβ σκελών. Μιά δρασκελία= ένα βήμα |
δριμώνι,
το |
μεγάλο
μεταλλικό κόσκινο όπου στο κάτω μέρος είχε διάτρητη λαμαρίνα |
δροτσίλα,
το |
εξάνθυμα |
δρούγα,
η |
εξάρτημα
της ρόκας, όπου μαζεύεται το γνέμα |
δυκριάνι,
το |
ξύλινο
ή μεταλλικό εργαλείο σε σχήμα πιρουνιού |
δυχατέρα,
η |
η
κόρη |
|
|
-Ε- |
|
έξαποδώ,
ο |
ο
διάβολος |
εξηνταβελώνης,
ο |
ο
τσιγκούνης, ο σπαγκοραμμένος |
|
|
-Ζ- |
|
ζα,
τα |
τα
μεγάλα ζώα, άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια |
ζαγάρι,
το |
κυνηγετικό
σκυλί |
ζαλιά,
η |
το
φορτίο |
ζαλούκα,
η |
η
μεταφορά ανθρώπου από ανθρώπου στους ώμους |
ζαμπούνης,
ο |
ο
κακόκεφος άνθρωπος |
ζάπι,
το |
το
δάμασμα |
ζεβζέκης,
ο |
ο
αναποδιάρης, ο σκανταλιάρης |
ζεμπέρεκι,
το |
το
πόμολο της πόρτας |
ζέστη,
η |
ο
πυρετός |
ζευγάρι,
το |
ζευγάρι
μεγάλων ζώων που όργωναν τη γη |
ζευγολάτης,
ο |
ο
άνθρωπος που καθοδηγούσε το ζευγάρη |
ζούδι,
το |
το
άγριο ζώωο, ειδικά ο λαγός |
ζουλάπι,
το |
το
αγρίμι |
ζουνάρι,
το |
η
ζώνη |
ζυγάλετρα,
τα |
το
σύνολο των εργαλείων του οργώματος |
ζυγούλουρα,
τα |
τα
εξαρτήματα που τοποθετούσαν στο ζευγάρι για το όργωμα |
|
|
-Θ- |
|
θειακούλα,
η |
η
θεία |
θέλημα,
το |
κάτι
που αποφεύγεται να κατονομαστεί, ηα παραγγελιά |
θεριακωμένος,
ο |
ο
υπερφυσικός, ο τεράστιος |
θεριό,
το |
το
θηρίο |
θεριστής,
ο |
ο
μήνας Ιούνιος |
θέρμη,
η |
ρίγος
από πυρετό, η ελονοσία |
θημωνιά,
η |
σωρός
από δέματα έτοιμα για αλώνισμα |
θρύψαλα,
τα |
πολύ
μικρά κομματάκια από σπάσιμο, θραύσματα |
|
|
-Ι- |
|
ινάτι,
το |
το
πείσμα, το καπρίτσιο |
ίσκα,
η |
είδος
παράσιτου των δέντρων, χρήσιμο γιατο άναμα φωτιάς |
Α-Β,
Γ-Ζ,
Κ,
Λ-Μ,
Ν-Π,
Ρ-Σ,
Τ-Ω
Λαϊκό
Γλωσσάρι
|