Ουσιαστικά Ρ-Σ
-Ρ- |
|
ράσπα,
η |
κάτι
ανάλογο με τη λίμα. Πλάνιζαν τα νύχια των ζώων για να εφαρμόσει
καλά το πέταλο |
ρέγουλα,
η |
με
το μέτρο, μέτρια |
ρέχτι,
το |
εκεί
που τρέχουν τα νερά από τα κεραμίδια |
ριζάφτι,
το |
η
ρίζα του αφτιού |
ριζικό,
το |
το
πεπρωμένο |
ροδάνι,
το |
το
εργαλείο που καλαμίζει το νήμα στην ανέμη |
ροϊδίκι,
το |
το
ραδίκι |
ρούγα,
η |
η
γειτονιά, ο πλατύς δρόμος |
ρούντα,
η |
κατήφεια,
μούτρωμα |
ρούσος,
ο |
ο
ξανθός |
|
|
-Σ- |
|
σάβανο,
το |
το
ύφασμα που τυλίγουν το νεκρό |
σαγάνι,
το |
σκέπασμα
κακκαβιού |
σάϊσμα,
το |
υφαντό
από τραγόμαλλο πάνω στο οποίο κοιμόντουσαν |
σακκοτρούπι,
το |
είδος
αγριόχορτου του οποίου το στάχυ σκαλώνει στα σακιά |
σάλα,
η |
το
μεγάλο επίσημο δωμάτιο του σπιτιού |
σάλμη,
η |
λεπτό
άχυρο |
σαμαρίτσα,
η |
ξύλιη
κούνια |
σαμαρόσκουτο,
το |
είδος
υφάσματος που χρησιμοποιούσαν για την εσωτερική επένδυση του
σαμαριού (στρώση) |
σάρα,
η |
τα
σαρίδια, οι άχρηστοι άνθρωποι |
σάρωμα,
το |
η
σκούπα |
σβάρνα,
η |
γεωργικό
εργαλείο με το οποίο στρώνουν το οργωμένο χωράφι |
σεβντάς,
ο |
το
ερωτικό πάθως |
σειριά,
η |
η
ράτσα, η γένια, το σόι |
σεκλέτι,
το |
η
στενοχώρια |
σελέμης,
ο |
ο
λαίμαργος, ο φαταούλας |
σέμπρος,
ο |
ο
συνέταιρος κυρίως για τις γεωργικές εργασίες |
σεντούκι,
το |
μπαούλο
όπου φυλάσσονται πολύτιμα κοσμήματα η χρήματα |
σεργιάνι,
το |
ο
περίπατος, το χάζεμα της κίνησης του δρόμου |
σερεμπέτι,
το |
τοποθέτηση
αποξηραμένου καπνού σε σωρό και ενδιάμεσο βρέξιμο |
σιαντράνι,
το |
αιχμηρό
εργαλείο που έκοβαν τις οπλές των ζώων για να τα καλιγώσουν
(πεταλώσουν) |
σιδροστιά,
η |
σιδερένιος
τρίποδας |
σιρβιτσιάλι,
το |
το
κλύσμα |
σκαλτσούνια,
τα |
μακριές
μάλλινες κάλτσες, τις φορούσαν ηλικιωμένοι άντρες (ο Γερό-Γαρδούμπας) |
σκαμπίλι,
το |
η
σφαλιάρα |
σκασίλα,
η |
σκάσιμο,
βαθιά χαρακιά, η στενοχώρια ειρωνικά |
σκαφίδι,το |
η
σκάφη που ζυμώνουν το ψωμί |
σκερβελές,
ο |
ο
αχαΐρευτος, ο ανεπρόκοπος άνθρωπος |
σκιαζάρος,
ο |
το
σκιάχτρο |
σκλήθρα,
η |
λεπτότατη
πελεκούδα ξύλου |
σκολιάμπρια,
τα |
είδος
χορταρικού με αγκάθια |
σκόντος,
ο |
η
έκπτωση της τιμής |
σκουληκαντέρα,
η |
σκουλήκι
της γης που μοιάζει με άντερο |
σκουμαΐδα,
η |
μικρή
πίτα από αλεσμένα ξερά σύκα |
σκουράντζος,
ο |
η
παστή ρέγκα |
σκουτέλα,
η |
σουπίερα,
πιατέλα |
σκουτί,
το |
το
ένδυμα |
σκρούμπος,
ο |
ένας
σβώλοςαπό καμένο μαλλί |
σμερδός,
ο |
ο
μισός-μισός, ο νόθος, ο μπάσταρδος |
σοϊλίτικος,
ο |
αυτός
που προέρχεται από σοί καλό, από καλή ράτσα |
σοκάκι,
το |
στενός
δρόμος συνοικίας |
σόμπαλα,
τα |
μικρές
στρόγγυλες πέτρες |
σούγελο,
το |
ανοιχτό
χτιστό υδραγωγείο |
σουλούπι,
το |
η
εμφάνιση |
σουρτάρα,
η |
ίχνος
από σούρσιμο στο έδαφος |
σούσουρο,
το |
ο
διασυρμός με τη κακογλωσσιά, ηα κακολογία |
σούτα,
η |
αυτό
που δεν έχει αυτιά. η απόληξη της στέγης χωρίς κεντρί |
σπιθάρι,
το |
κοίλωμα
σε βράχο που συγκρατούσε νερό |
σπολάτι,
το |
κατόπιν
εορτής |
σπούρα,
η |
η
διάρροια |
σταβάρι,
το |
κυλινδρικός
σωλήνας που ενώνει τα τραβηχτά και το αλέτρι |
στάλπη,
η |
πρώτη
φάση μεταποίησης γάλατος σε φέτα (πήξιμο) |
στειλιάρι,
το |
ξύλινη
ράβδος που χρησιμεύει σαν λαβή για εργαλεία |
στερνό,
το |
το
τελευταίο |
στουγκολίθι,
το |
η
πέτρα που κάθονταν ο τσοπάνης και άρμεγε τα πρόβατα |
στούμπος,
ο |
στρογγυλή
πέτρα που κοπανάνε το αλάτι, ο κακός μαθητής |
στουρνάρι,
το |
είδος
πέτρας κόκκινου χρώματος |
στραβέγκλο,
η |
η
μισόστραβη |
στραβόξυλο,
το |
ο
αναποδιάρης άνθρωπος |
στράτα,
η |
μικρό
και στενό δρομάκι |
στρίγγλος,
ο |
ο
κακός και δύστροπος άνθρωπος |
στρούτζα,
η |
η
μούντζα |
στρώση,
η |
εσωτερική
επένδυση σαμαριού γεμισμένη με ψαθί |
συναυλακάρης,
ο |
ο
συνορευόμενος |
συχαρίκια,
τα |
το
φιλοδώρημα που δίνεται σε αυτόν που φέρνει καλή είδηση |
σφαλάχτρι,
το |
είδος
ακανθώδους θάμνου |
σφαχτό,
το |
το
προς σφαγή ζώο |
σφελίδα,
η |
η
φέτα το ψωμί |
σφοντύλι,
το |
στρογγυλό
εξάρτημα του αδραχτιού |
σώγαμπρος,
ο |
ο
γαμπρός που συγκατοικεί με τα πεθερικά του |
Α-Β,
Γ-Ζ,
Κ,
Λ-Μ,
Ν-Π,
Ρ-Σ,
Τ-Ω
Λαϊκό
Γλωσσάρι
|