Ουσιαστικά Λ-Μ
-Λ- |
|
λαβδαριά,
η |
μεγάλος
ξύλινος δοκός που στηρίζει τον όροφο του σπιτιού |
λάβρα,
η |
η
σπίθα που πετάγεται, η μεγάλη ζέστη |
λαγογαμήστρες |
μτφ.
φτωχά χωράφια |
λάζο,
το |
απάνεμο
λιβάδι με πλούσιο χορτάρι για βοσκή |
λαιμαριές |
δερμάτινα
περιλαίμια ζώων |
λάκα,
η |
επίπεδο
τμήμα εδάφους, ιδιάδα |
λακριντί,
το |
ιδιαίτερη
συζήτηση- κουτσομπολιό |
λάμια,
η |
δράκαινα
ανθρωποφάγος, στρίγγλα |
λανάρια,
τα |
αιχμηρά
εργαλεία που έξαιναν το μαλλί |
λαχείδι,
το |
μρικό
αγροτεμάχιο |
λεβέτι,
το |
μεγάλο
δοχείο υγρών από χαλκό, το καζάνι |
λεημόνι,
το |
το
λεμόνι |
λεμές,
ο |
άνθρωπος
κατώτερης στάθμης, κάθαρμα, παλιάνθωρπος |
λεσιάρα,
η |
το
γιδιπρόβατο με πολύ πικνά μαλλιά και βρωμιά |
λεφούσι,
το |
το
πολύ πυκνό πλήθος από ανθρώπους ή ζώα |
λεχρίτης,
ο |
ο
βρομιάρης και ρακένδυτος άνθρωπος |
λιάρος,
ο |
ο
παρδαλός, ο πλουμιστός, ο άσπρος και μαύρος |
λιάστρα,
η |
εξωτερικός
χώρος που αποξήραναν το καπνό |
λιθαροπάτι,
το |
τράυμα
στην πατούσα, στο πέλμα του ποδιού |
λίμα,
η |
η
μεγάλη, βασανιστική πείνα |
λιμοζάγαρο,
το |
μτφ.
ο πειναλέιος, ο ζητιανός περιφρονητικά |
λιώμα,
το |
καρπός
και άχυρα μαζί μετά το αλώνισμα |
λοβός,
ο |
ο
ελαττωματικός, ο αδύνατος |
λόρδα,
η |
η
πείνα |
λούκι,
το |
η
οριζόντια υδρορροή |
λουμάκι,
το |
η
λακκούβα με σκοτεινά η θολά νερά |
λούμπα,
η |
η
λακκούβα με σκοτεινά ή θολά νερά |
λουμπουτί,
το |
ο
ξυλοδαρμός |
λούρα,
η |
είδος
μαστίγιου |
λυκοφάγωμα,
το |
το
δαγκωμένο από λύκο ζώο, μτφ. το πολύ σκληρό και ατίθασο |
λυκοφαμελία,
η |
μτφ.
η μεγάλη οικογένεια που δε χορταινει ούτε ψωμί |
λυσσιακό,
το |
το
στοιχείο της λύσσας, η λύσσα |
λώζι,
το |
φωλία
του λαγού |
λωτσιάρι,
το |
πέτρα
με βαθούλωμα όπου έτρωγαν τα σκυλιά |
|
|
-Μ- |
|
μαγάρα,
η |
η
ακαθαρσία, το σκατό |
μαγκούφης,
ο |
ο
μοναχικός, ο έρημος, ο μόνος στο κόσμο |
μαλαγάνας,
ο |
ο
διπλωμάτης, ο δικολάβος. κατά μια έννοια ο κόλακας |
μανάρι,
το |
το
θρεφτάρι |
μοναστηριακό,
το |
το
μοναχικό, το έρημο |
μανουσάκι,
το |
το
κυκλάμινο |
μάνταλο,
το |
σύρτης
ασφαλείας |
μαντανία,
η |
μάλλινο
υφαντό κλινοσκέπασμα |
μαντάτο,
το |
το
νέο, η είδηση |
μαντρί,
το |
περιφραγμένος
χώρος όπου κλείνουν τα πρόβατα |
μαράζι,
το |
ο
μεγάλος καημός |
μαριόλικο,
το |
το
ναζιάρικο |
μάρκαλος,
ο |
το
ζευγάρωμα των αιγοπροβάτωμ |
μαρμάγκα,
η |
φαρμακερή,
μεγαλόσωμη μαύρη αράχνη |
μαρμάρα,
η |
το
στείρο ζώο |
μάσια,
η |
εργαλείο
που χρησιμοποείται στο τζάκι για τη φωτιά |
μασούρι,
το |
λεπτό
κομμάτι από καλάμι όπου τυλίγουν επάνω νήμα ή γνέμα |
μαστάρι,
το |
το
βυζί επί ζώων συνήθως |
μαστραπάς,
ο |
πήλινο,
γυάλινο ή μεταλλικό δοχείο υγρών |
ματσούκι,
το |
το
ρόπαλο, μτφ. ξυλοδαρμός |
μαυροτσούκαλος,
ο |
ο
μαύρος σαν το τσουκάλι |
μαχαλάς,
ο |
η
γειτονιά |
μαχιάς,
ο |
η
κορυφή της στέγης |
μεϊντάνι,
το |
το
ξάγναντο, η πλατεία, η αγορά |
μελεούνι,
το |
αμέτρητο
πλήθος |
μελιγκώνι,
το |
είδος
μυρμηγκιού των δέντρων |
μερελός,
ο |
ο
τρελός |
μερμέλημα,
μερμελητό, το |
ο
πόνος από το τσίμπημα σφήκας ή μέλισσας |
μεροδούλι,
το |
το
αντίτιμο μιας ημέρας δουλειάς |
μεσάντρα,
η |
ο
ξύλινος ή καλαμένιος τοίχος εσωτερικής διαρρύθμησης |
μητάρι,
το |
το
νήμα που είναι τοποθετημένο επάνω στον αργαλειό |
μιλιόρα,
η |
η
προβατίνα η πρωτόγεννη |
μιλιόρι,
το |
το
χρονιάρικο αρνί |
μισογόμι,
το |
το
πρόσθετο φορτίο ανάμεσα στα δύο φορτία στο σαμάρι |
μισοφόρι,
το |
εσωτερικό
γυναικείο ένδυμα |
μισοχώρι,
το |
εσωτερικός
τοίχος σπιτιού |
μονό,
το |
γερμανικό
αλέτρι με ένα φτερό |
μορόζα,
η |
η
γυναίκα που συζεί με άντρα αστεφάνωτη |
μούλικο,
το |
νόθο,
εξώγαμο παιδί |
μουλοχτός,
ο |
ο
μαζεμένος, ζαρωμένος από φόβο ή υστεροβουλία |
μουνούχος,
ο |
ο
ευνούχος, αυτός που του έχουν κόψει τα αχαμνά |
μούντζα,
η |
χειρονομία
με ανοιχτή παλάμη |
μουντζαλιά,
η |
κηλίδα
από μελάνι |
μουσαφίρης,
ο |
ο
φιλοξενούμενος |
μούσγωμα,
το |
το
βασίλεμα |
μουσιέντρα,
η |
πίτα
φτιάγμενη από χυλό και αγριόχορτα |
μούσκλια,
τα |
παράσιτα
που καλύπτουν τους κορμούς των δέντρων |
μουστερής,
ο |
ο
πελάτης |
μπάκα,
η |
η
κοιλιά |
μπάκακας,
ο |
ο
βάτραχος |
μπακίρια,
τα |
τα
σκεύη της κουζίνας που είναι από χαλκό |
μπαλαρίνα,
η |
το
σάλι |
μπάλιος,
ο |
ο
κατάμαυρος με μια άσπρη βούλα στο κούτελο |
μπαλτούμια,
τα |
δερματινοί
ιμάντες που έπιναν τα καπούλια των ζώων και συγρατούσαν το σαμάρι |
μπάμπαλα,
τα |
τα
κουρέλια |
μπαούλο,
το |
σεντούκι
ξύλινο ή επενδυμένο με τσίγκο, ή μεταλλικό, σε αντίθεση με την
κασέλα που ήταν πάντα ξύλινη |
μπάρα-μπάρα |
ακατάσχετη
λογοδιάρροια, βαρ-βαρ κατά την αρχαιότητα |
μπαρέζι,
το |
μαντήλι
τσίφτικο. Το έδεναν οι άντρες στο κεφάλι |
μπάστακας,
ο |
μτφ.
εκείνος που μένει ενοχλητικά ασάλευτος |
μπάτα,
η |
προστατευτικός
φράχτης με κλαδιά στο εξωγάλαρο |
μπελάς,
ο |
η
δύσκολη κατάσταση |
μπερμπάντης,
ο |
ο
παιχνιδιάρης, ο ζωηρός |
μπερντάχι,
το |
ο
ξυλοδαρμός |
μπέτακα,
το |
πολύ,
π.χ. "έφαγε το μπέτακα" |
μπιχλιμπίδια,
τα |
μικροκατασκευάσματα,
κοσμήματα για παιδιά |
μπλάστρης,
ο |
κυλινδρικό
ξύλο με το οποίο απλώνουν το φύλο από ζυμάρι |
μπόλκα,
η |
η
ζακέτα |
μπομπόλι,
το |
μεγάλο
μάυρο σαλιγκάρι |
μπομπότα,
η |
χωμί
από καλαμπόκι |
μποξάς,
ο |
ένδυμα
εξωτερικό χωρίς μανίκια |
μποξιάς,
ο |
μεγάλο
μαντίλι που φοράνε οι γυναίκες στο θέρο για να προφυλαχτούν
από τον ήλιο |
μπόρα,
η |
η
ξαφνική βροχή |
μποστάνι,
το |
περιβόλη
με οπωροκηπευτικά |
μποτσίκι,
το |
η
άγρια κρεμμυδιά |
μπουγιουρντί,
το |
έγγραφο
επιτιμητικό |
μπουλαμάς,
ο |
το
φιλοδώρημα |
μπούλμπεση,
η |
μπαρούτη |
μπουλούκι,
το |
ασύνταχτος
πλήθος ανθώπων ή ζώων |
μπουράσκα,
η |
δερμάτινη
χειροποίητη τσάντα |
μπουρμπουλίθρα,
η |
φουσκάλα
από αέρα πάνω στο νερό |
μπούρμπουρνας,
ο |
σκαθάρι
που ζει από τις ακαθαρσίες των ζώων |
μπουχός,
ο |
η
σκόνη από χώμα |
μπόχα,
η |
η
κακοσμία, η βρωμα |
μπροστάρι,
το |
το
μπροστινό μέρος του σαμαριού |
μπρούκλης,
ο |
ο
ξενιτεμένος που επιστρέφοντας φέρνει μεγάλη περιουσία |
Α-Β,
Γ-Ζ,
Κ,
Λ-Μ,
Ν-Π,
Ρ-Σ,
Τ-Ω
Λαϊκό
Γλωσσάρι
|