Ουσιαστικά Ν-Π
-Ν- |
|
ναχρικό,
το |
χρήσιμο
αντικείμενο του νοικοκυριού |
νεραϊδοπαρμένος,
ο |
ο
αλαφροϊσκος, αυτόν που υποτίθεται πήραν οι νεραΐδες |
νεροκαϊλα,
η |
ανυπόφορη
δίψα |
νητερέσιο,
το |
επαγγελματική
σχέση, δοσοληψία |
νίλα,
η |
η
συμφορά, η καταστροφή |
νιογάμπρια,
τα |
το
νιόπαντρο ζευγάρη |
νοματεϊ,
οι |
άτομα,
πρόσωπα |
νόστα,
η |
νοστιμιά,
ενδιαφέρον |
νουρά,
η |
η
ουρά |
ντάβανος,
ο |
ο
σκούρκος, είδος εντόμου |
νταβαντούρι,
το |
η
φασαρία, ο θόρυβος |
ντάκος,
ο |
δερμάτινο
δοχείο που έβαζαν μέσα τις βρώσιμες ελιές |
ντάλα,
η |
το
κορύφωμα |
νταλακαψής |
το
καταμεσήμερα, όταν ο ήλιος μεσουρανεί |
νταλκάς,
ο |
η
καψούρα, η ψυχική φουρτούνα, η αναστάτωση |
νταμαχιάρης,
ο |
ο
δουλευταράς |
νταμιζάνα,
η |
μεγάλο
γυάλινο μπουκάλι με περίβλημα από ψαθί πλεγμένο |
ντάνα,
η |
σειρά
κανονική από όμοια πράγματα |
νταραβέρι,
το |
επαγγελματική
ή ερωτική σχέση |
ντεγνέτσι,
το |
το
ξύλο, ο ξυλοδαρμός |
ντερβίσης,
ο |
ο
θαρραλέος, ο λεβέντης |
ντερέκι,
το |
ο
πολύ ψηλός |
ντέρτι,
το |
ο
μεγάλος καημός, κατά μια έννοια το μεγάλο παράπονο |
ντζιουβέρα,
η |
μεταλλικό
φορείο που μετέφεραν πέτρες |
ντορβάς,
ο |
ταγάρι
με το οποίο ταϊζουν τα ζώα καρπό |
ντορής,
ο |
το
κοκκινοτρίχικο άλογο |
ντορός,
ο |
ίχνος,
πατημασιά, οσμή |
ντουβάρι,
το |
ο
τοίχος |
ντουγένι,
το |
ροκάνα |
ντουνιάς,
ο |
όλος
ο κόσμος |
ντουσέκι,
το |
στρώμα
γεμισμένο με άχυρα (σάλμη) |
ντράδες |
ότι
απέμενε από την επεξεργασία μετατροπής της Κορφής σε βούτηρο |
|
|
-Ξ- |
|
ξάγναντο,
το |
το
ξέφωτο |
ξέδομα,
το |
το
ξεσκότισμα του νου |
ξεκωλωμένη,
η |
βαριά
βρισιά, λέγεται όμως με αφέλεια |
ξένα,
τα |
η
ξενιτιά |
ξενηστηκωμάρα,
η |
η
πείνα |
ξέρα,
η |
η
ανοομβρία |
ξερομπάκακας,
ο |
είδος
βατράχου που βγαίνει στους δρόμους |
ξεροτοιχιά,
η |
τοίχος
με πέτρες χωρίς λάσπη |
ξεροφάϊ,
το |
ξηρά
τροφή |
ξεσυνέρια,
η |
η
άμιλλα, ο ανταγωνισμός |
ξόβεργα,
η |
παγίδα
για πουλιά |
ξόμπλι,
το |
η
συκοφαντία, το κουτσομπολιό |
ξυλοδεσιά,
η |
ξύλινη
ενισχυτική ζώνη με τοίχο ή το ξύλινο δοκάρι που επιστρέφει τους
τοίχους και δένει όλη μαζί την ξυλοκατασκευή της στέγης |
ξυλοκαρπιά,
η |
ευφορία,
καλή σοιδειά από δέντρα |
ξύστρι,
το |
εργαλείο
με το οποίο έβγαζαντην τρίχα των αλόγων |
ξυώνι,
το |
είσος
μαστιγίου που στο κάτω μέρος έιχε ένα μεταλλικό αιχμηρό εξάρτημα
για να λαθαρίζει ο ζευγολάτης το αλέτρι |
|
|
-Ο- |
|
όχτος,
ο |
χωμάτινο
φυσικό αντέρεισμα |
παγάνα,
η |
παγανιά |
παγανιά,
η |
καταδιωτικό
απόσπασμα που σκόρπιο ανιχνεύει |
παλούκι,
το |
ο
πάσσαλος |
πανωβράτσι,
το |
μάλλινο
παντελόνι υφαντό στο αργαλειό. το φορούσαν οι ηλικιωμένη πάνω
από το παντελόνι το χειμώνα ηγια να αντιμετωπίσουν το δριμύ
ψύχος |
πάπαλο,
το |
ο
αγαθός μέχρι ανοησίας |
παπαρούντα,
η |
η
παπαρούνα |
παραγώνι,
το |
ο
χώρος γύρω από την φωτογωνιά |
παραθάρρια,
η |
η
αλόγιστη εμπιστοσύνη |
παραπούλια,
το |
τα
παραβλάσταρα στα λάχανα |
παρδαλή,
η |
ποικιλόχρωμη,
η γυναίκα ελαφρών ηθών |
πάρτη,
η |
το
μερίδιο |
πασπάλα,
η |
η
λεπτή σκόνη που επικάθεται, λεπτό στρώμα χιονιού |
πατατούκι,
το |
ημίπαλτο,
φτιαγμένο από τρόχα γίδας |
πάτερα,
τα |
ξύλινα
δοκάρια που τα χρησιμοποιούν για να πατούν |
πατητήρα,
η |
επίπεδο,
ξύλινο εργαλείο, μπροστά τριγωνικό. Έκοβαν και αλάτιζαν την
φέτα |
πατιρντί,
το |
φασαρία,
αναστάτωση |
πατουλιά,
η |
συστάδα
από θάμνους |
πάχνη,
η |
το
μέρος του αχουριού που τρώνε τα ζώα |
περίδρομος,
ο |
το
χείλος του πιάτου, μτφ. πολυφαγία |
περόνι,
το |
το
καρφί |
πεσιάδες,
οι |
τα
πεσμένα κάτω από το δέντρο φρούτα |
πεσκέσι,
το |
δώρα
με φαγώσιμα κυρίως |
πεσκίρι,
το |
το
ύφασμα που έστρωναν τη Πινακωτή |
πετάτσι,
το |
τα
σκουλίκια που πιάνει το τυρί |
πηλάλα,
η |
η
τρεχάλα |
πίκρα,
η |
ύπη,
οδύνη, θάνατος |
πινακωτή,
η |
ξύλινη
βάση με χωρίσματα που τοποθετούσαν τα καρβέλια πριν το ψήσιμο |
πιστάρι,
το |
το
πίσω μέρος του σαμαριού |
πιτοτάγαρο,
το |
ταγάρι
με πλουμίδια, όπου έβαζαν τη πίτα στους γάμους και τη προσέφεραν
στους καλεσμένους |
πιτσιάκος,
ο |
κολοκοτρωνέεικος
σουγιάς |
πλάκος,
ο |
η
πέτρα, το λιθάρι, η πλάκα |
πλευρό,
το |
ένα
σακί γεμάτο |
πλέχτης,
ο |
χώρος
στο κατώι που αποθηκεύονταν οι τροφές των ζώων (σανό και άχυρο) |
πλιάτσικο,
το |
η
λεηλασία μετά τη μάχη, γενικώς η κλεψιά |
πλιατσικολόγος,
ο |
ο
λεηλάτης, ο κλέφτης |
πλίθρα,
η |
πλίνθος,
χωμάτινος κύβος που χρησιμέυει για χτίσιμο |
πογδίμια,
τα |
λερωμένα
ρούχα |
ποδέματα,
τα |
τα
υποδήματα, τα παπούτσια |
ποδόλυσσα,
η |
αρρώστια
των σκύλων |
ποκάρι,
το |
το
μαλλί μετά το κούρεμα προβάτου |
πολποοντίρι,
το |
μικρό
ερπετό όμοιο με την σάυρα, το σαμιαμίδι |
πολυφάδι,
το |
μικρό,
μισοτελειωμένο κομμάτι σαπούνι |
ποργιά,
η |
η
είσοδος της στρούγκας |
πορδάλες,
οι |
σταφύλια
διαλογής |
πορόκλεισμα,
το |
η
πόρτα της στρούγκας |
πορτάρι,
το |
πόρτα
μικρών διαστάσεων |
πόστο,
το |
καίρια
θέση |
πουγκί,
το |
σακούλα
για λεφτά, περιουσία γενικά |
πριόβολος,
ο |
μηχανισμός
με το οποίο ανάβουν φωτιά |
πρόγκος,
ο |
αιφνιδιασμός
με τροπή σε φυγή |
προζυμολόγος,
ο |
πήλινο
μικρό δοχείο που τοποθετούσαν το προζύμι για επόμενη χρήση |
προσμπούκι,
το |
λίγες
μπουκιές πριν το κύριως πιάτο |
προσφάϊ,
το |
τρώγεται
μαζί με το ψωμί |
προτζίδα,
η |
μεταλλικό
ρυθμιζόμενο εργαλείο που κρατούσε τεντωμένο το πανί στο αργαλειό |
πρωτολούρι,
το |
ο
πρώτος ωριμασμένος καρπός |
πυράφι,
το |
ξύλινη
σφήνα που κλείνουν την τρύπα στο βαγένι |
Α-Β,
Γ-Ζ,
Κ,
Λ-Μ,
Ν-Π,
Ρ-Σ,
Τ-Ω
Λαϊκό
Γλωσσάρι
|